Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Η αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνησα

Η οικιστική των Δωδεκανήσων παρουσιάζει αναντίρρητες ομοιότητες με αυτή στο υπόλοιπο Αιγαίο, αλλά και ουσιαστικές διαφορές. Κοινό τόπο αποτελεί η τυπική μονάδα της μονόχωρης κατοικίας, που συναντάται σε όλο τον αιγιακό χώρο. Από την άλλη η γεωγραφική θέση των νησιών, σε άμεση επικοινωνία με τα παράλια της Μικρά Ασίας, την Κύπρο, την Κρήτη και τις αραβικές χώρες, αλλά και η διακριτή από το υπόλοιπο Αιγαίο ιστορική τους πορεία, διαμόρφωσαν τη σχετική αυτοτέλεια της αρχιτεκτονικής των Δωδεκανήσων. Ένα στοιχείο που έχει ενισχύσει τη διαφοροποιημένη εικόνα που παρουσιάζουν τα Δωδεκάνησα κατά τα νεότερα χρόνια είναι η καθυστερημένη ένωσή τους με την Ελλάδα, το 1948, ύστερα από τρεις δεκαετίες ιταλικής κατοχής.


Παράγοντες εσωτερικής διαφοροποίησης

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι επικρατεί απόλυτη ομοιογένεια στην αρχιτεκτονική παράδοση των νησιών που εξετάζουμε. Τις τοπικές ιδιαιτερότητες διαμόρφωσαν στο πέρασμα των αιώνων μια σειρά από παράγοντες. Η γεωγραφική θέση καθορίζει σε ένα βαθμό τις επιρροές που δέχεται κάθε περιοχή. Έτσι οι ομοιότητες με τις Κυκλάδες είναι πολύ πιο εμφανείς στα νησιά που βρίσκονται κοντά στο κεντρικό Αιγαίο, όπως η Αστυπάλαια. Το μέγεθος και οι πλουτοπαραγωγικές πηγές είναι πάντοτε η βασική παράμετρος για την πολιτιστική και οικονομική πορεία κάθε περιοχής. Τα μικρά και άγονα νησιά στηρίζονταν οικονομικά στη ναυτιλία, το εμπόριο και τα εμβάσματα των μεταναστών, που αρχικά ήταν εποχιακοί και αργότερα έγιναν μόνιμοι. Κατά τα νεότερα χρόνια οι τοπικές οικονομίες εξειδικεύτηκαν. Η Κάλυμνος και η Χάλκη ανέπτυξαν τη σπογγαλιεία, η Κάρπαθος την οικοδομική, η Κάσος, η Σύμη και η Πάτμος τη ναυτιλία.

Από την άλλη τα μεγαλύτερα νησιά, όπως η Ρόδος και η Κως, μπόρεσαν ιστορικά να παίξουν πιο σύνθετους ρόλους, οι οποίοι αντικατοπτρίζονται στην ποικιλία που χαρακτηρίζει την οικιστική τους. Τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα προσέλκυσαν, κατά τις διάφορες ιστορικές περιόδους, ποικίλους κατακτητές, που εδραίωσαν την κυριαρχία τους και της έδωσαν συμβολικό χαρακτήρα μέσω των παρεμβάσεών τους στο δομημένο περιβάλλον. Έτσι στα μεγαλύτερα νησιά την τοπική οικιστική παράδοση εμπλουτίζει η ανάπτυξη μεγάλης γκάμας αρχιτεκτονικών εκφράσεων, οι οποίες είτε είναι αποτέλεσμα της αφομοίωσης ξένων επιρροών (π.χ. οθωμανικών) με το τοπικό στοιχείο είτε μεταφέρουν αυτούσια ξένα πρότυπα (αρχιτεκτονική των Ενετών, αποικιακή αρχιτεκτονική της Ιταλοκρατίας 1912-1943).

Η Ρόδος από το 14ο έως το 16ο αιώνα υπήρξε έδρα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη. Η περίοδος αυτή έχει προικίσει το νησί με εντυπωσιακά μνημεία, όπως είναι το Νοσοκομείο των Ιπποτών, το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, αλλά και με το περίφημο αστικό σύνολο της παλιάς πόλης με την οδό των Ιπποτών. Επιβλητικά είναι και τα τεμένη που έχουν διατηρηθεί στις πρωτεύουσες της Ρόδου και της Κω, όπου εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι, όπως, για παράδειγμα, του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, του Ρετζέπ πασά και του Ιμπραήμ πασά στη Ρόδο, της Λότζιας και του Ντεφτερντάρ στην Κω.

Η περίοδος της ενετοκρατίας έχει αφήσει τα ίχνη της σε όλα τα νησιά των Δωδεκανήσων. Οι παλιότεροι οικισμοί, όπως το Παλαιό Πυλί (Κως), η Άνω Πόλη (Σύμη), το Χωριό (Κάλυμνος) και η Όλυμπος (Κάρπαθος), για να επιβιώσουν από τις συχνές πειρατικές επιδρομές, χτίστηκαν στο εσωτερικό των νησιών, συχνά σε οχυρές τοποθεσίες. Κατά την ενετοκρατία πήραν τη μορφή του κάστρου, το εξωτερικό τείχος του οποίου σχηματίζεται από το συνεχές μέτωπο των ακριανών κατοικιών, που στην Αστυπάλαια ονομάζονται ξώκαστρα. Στο καλύτερα σωζόμενο παράδειγμα του κάστρου της Αστροπαλιάς, που χτίστηκε το 13ο αιώνα, οι κατοικίες έχουν πολύ συχνά τυποποιημένες μορφές, ένα στοιχείο που δηλώνει ότι δεν αναπτύχθηκαν οργανικά, αλλά προέκυψαν στη βάση ενός συγκεκριμένου πλαισίου αρχών. Η στενότητα του χώρου επέβαλε την καθ’ ύψος ανάπτυξη των κατοικιών σε δύο ή τρεις ορόφους με πυκνή στενομέτωπη διάταξη. Κάθε όροφος αποτελούσε ξεχωριστή μονόχωρη κατοικία.

Η δωδεκανησιακή κατοικία

Ο παλιότερος τύπος κατοικίας που απαντά σε όλα τα Δωδεκάνησα είναι το μονόχωρο, μονόροφο, δωματοσκέπαστο κτήριο σε πλατυμέτωπη ή στενομέτωπη διάταξη. Η διάδοση αυτής της στοιχειώδους κατοικίας έχει τις ρίζες της στο εθιμικό δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο η πρωτοκόρη έπαιρνε την οικογενειακή κατοικία και ο πατέρας όφειλε να χτίσει ιδιαίτερο σπίτι για καθεμιά από τις θυγατέρες του. Η βασική μονάδα αποτελείται από μια ορθογώνια κάμαρη 5-7 μ. μάκρος και 3-3,50 μ. πλάτος. Στο μπροστινό μέρος του δωματίου βρίσκονται το μαγειρείο και ο χώρος διημέρευσης. Το τζάκι με την παραστιά κατασκευάζεται ακριβώς στη γωνία που είναι κοντά στην πόρτα. Στο πίσω μέρος της κατοικίας είναι ο χώρος του ύπνου, που αποτελεί και το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο της δωδεκανησιακής κατοικίας. Ένα ξύλινο, υπερυψωμένο κατά 1,5-2 μ., πατάρι, που ονομάζεται στην Κάλυμνο «κρέβατος», στην Κάρπαθο «σοφάς» και στη Ρόδο «πάταρος», χρησιμοποιείται για τον ύπνο όλης της οικογένειας. Πολλές φορές υπάρχει ψηλότερα και δεύτερο πατάρι, που ονομάζεται «τάβλαδος» ή «πανωσούφι». Στην Αστυπάλαια, πλάι στη θέση του κρεβατιού υπάρχουν τρεις σειρές από ξυλόγλυπτα ράφια, οι «κριντζόλες», όπου οι νοικοκυρές κρεμούν τα καλά τους πιατικά. Κάτω από το πατάρι υπάρχει αποθηκευτικός χώρος, ο «αποκρέβατος». Απαραίτητο συμπλήρωμα της εσωτερικής διαμόρφωσης είναι οι πάγκοι. Παράλληλα με την εξυπηρέτηση των βασικών αναγκών, η διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου στην παραδοσιακή κατοικία της Δωδεκανήσου είχε συμβολικό και τελετουργικό χαρακτήρα. Ο ρόλος αυτός διαφαίνεται στις ονομασίες του εξοπλισμού και στο «στόλισμα» με διακοσμητικά πιάτα και εργόχειρα.


Μια παραλλαγή του βασικού τύπου είναι η προσθήκη σε σχήμα Γ ενός βοηθητικού χώρου, που στην Κάρπαθο και την Κάσο χρησιμοποιείται ως μαγειρείο και ονομάζεται «κέλλος». Το τετράγωνο σχήμα ολοκληρώνεται με μία αυλή, κλειστή στο δρόμο με μάνδρα. Σε όλες τις περιπτώσεις η αυλή, στην οποία πραγματοποιείται μεγάλο μέρος της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής των Δωδεκανήσιων, είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της κατοικίας.


Στις περιοχές με κλίση ο βασικός ισόγειος τύπος γίνεται μερικώς διώροφος, το λεγόμενο «ανωγοκάτωγο». Μια παραλλαγή των ανωγοκάτωγων αποτελούν τα καθαρά διώροφα ή, όπως λέγονται, τα «διπλά» σπίτια, στα οποία το ισόγειο αξιοποιείται για τη διημέρευση, ενώ ο πάνω όροφος για σάλα. Στη Νίσυρο και την Πάτμο είναι χαρακτηριστική η ύπαρξη στον όροφο μιας ευρύχωρης βεράντας, η οποία ονομάζεται «πάνω αυλή» και στην οποία ανοίγονται οι κύριοι χώροι του σπιτιού. Η πάνω αυλή άλλοτε διατάσσεται στην πρόσοψη και άλλοτε εσωτερικά ως αίθριο.

Δομικά υλικά

Η κατασκευή, και συνεπώς και η μορφή, της δωδεκανησιακής κατοικίας είναι στενά εξαρτημένη από την ποιότητα των τοπικών υλικών. Τα κτήρια είναι λιθόκτιστα. Ο φέρων οργανισμός γίνεται από ξύλινα δοκάρια, από πεύκο ή κυπαρίσσι, που ονομάζονται «κατράνια» στην Κω και τη Ρόδο και «φίδες» στην Πάτμο. Οι οριακές αντοχές σε κάμψη της διαθέσιμης ξυλείας καθόριζαν και τις βασικές διαστάσεις της δωματοσκέπαστης κατοικίας. Μια κατασκευαστική λύση για τη διεύρυνση του πλάτους των κτηρίων ήταν η παρεμβολή μιας χτιστής καμάρας εγκάρσια στα δοκάρια, που αποτελούσε το ενδιάμεσο στήριγμά τους και επέτρεπε το διπλασιασμό του ανοίγματος της στέγης. Δημιουργούνται έτσι δύο επιμέρους εσωτερικοί χώροι που αντιστοιχούν στις δύο διακριτές λειτουργικές ζώνες, του ύπνου και της διημέρευσης. Στην Κάρπαθο, την Κάσο και τη Ρόδο η ενδιάμεση στέγαση του δώματος γίνεται με μεσοδόκι επί στύλου. Ο στύλος αυτός συμβολίζει τον αρχηγό της οικογένειας και στολίζεται ιδιαίτερα στις γιορτές. Τα κενά ανάμεσα στα δοκάρια καλύπτονται από βέργες ή καλάμια. Από πάνω τοποθετούνται διαδοχικά στρώσεις από βούρλα, καλάμια και φύκια. Το δώμα στεγανοποιούσε η τελική στρώση από συνεκτικό αργιλώδες χώμα, η «πατελιά», που την ανανέωναν κάθε Σεπτέμβριο. Γύρω από το δώμα έχτιζαν χαμηλό στηθαίο, την «κουμούλα». Η υδρορροή («κάναλος» ή «σουλούνα») είναι στοιχείο που πλουτίζει την εξωτερική αρχιτεκτονική των λαϊκών σπιτιών. Διαδεδομένη στη Δωδεκάνησο είναι η ανοιχτή υδρορροή σαν αυλάκι πάνω στον εξωτερικό τοίχο, με στριφτά τα άκρα σαν μουστάκες. Οι θολωτές κατασκευές δεν είναι άγνωστες στα Δωδεκάνησα, αλλά εφαρμόζονται σε πολύ μικρότερη κλίμακα, συνήθως στο ισόγειο των κατοικιών, στην Αστυπάλαια και τη Σύμη.


Νεοκλασικισμός

Από τα τέλη του 18ου αιώνα ο νεοκλασικισμός, που έχει ήδη διαδοθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υιοθετείται από τις ευημερούσες ελληνικές κοινότητες των Δωδεκανήσων και επηρεάζει καταλυτικά την τοπική αρχιτεκτονική, με κύρια αλλαγή την επικράτηση της κεραμοσκεπής. Η οικονομική άνθηση του 19ου αιώνα στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή οδήγησε σε αύξηση του πληθυσμού. Οι νέες επεκτάσεις, έξω από τα όρια των αρχικών οικιστικών πυρήνων, αποκτούν περισσότερο αστικό χαρακτήρα και δημιουργούνται οργανωμένοι ανοιχτοί δημόσιοι χώροι.

Η αρχιτεκτονική των νεότερων κατοικιών φαίνεται προσανατολισμένη προς ένα ύφος αστικής αντίληψης που απηχεί έναν εκλαϊκευμένο νεοκλασικισμό ανάμεικτο με τοπικά στοιχεία. Ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους και την πυκνότητα του πολεοδομικού ιστού, τα κτήρια μπορεί να είναι στενομέτωπα, όπως στο Καστελόριζο, ή πλατυμέτωπα, όπως στη Χάλκη. Αναπτύσσονται καθ’ ύψος σε δύο ή τρεις ορόφους. Επικρατούν οι δίριχτες στέγες με αετωματική κατάληξη στην όψη. Η κατασκευή της στέγης και οι εισαγωγές τυποποιημένης ξυλείας μετά το 19ο αιώνα από τα μικρασιατικά παράλια επέτρεψαν τη διεύρυνση των διαστάσεων των κτηρίων. Το σχήμα της κάτοψης πλησιάζει το τετράγωνο και υποδιαιρείται σε δύο ζώνες, που περιλαμβάνουν έναν ενιαίο χώρο εμπρός –τη σάλα– και δύο έως τρία δωμάτια πίσω. Η σκάλα είναι πάντοτε εσωτερική. Η όψη διαμορφώνεται με συμμετρικά τοποθετημένα ανοίγματα και κεντρικό εξώστη. Μια παραλλαγή είναι τα δίδυμα στενομέτωπα σπίτια με ενιαία ή ξεχωριστές στέγες. Η νέα αυτή αρχιτεκτονική θα γίνει κυρίαρχη και θα χαρακτηρίσει πλέον την εικόνα στη Σύμη, τη Χάλκη και το Καστελόριζο. Στα μέτωπα των παράλιων οικισμών χτίζονται οι επιβλητικές κατοικίες των πλούσιων εμπόρων και ναυτικών (τα καπετανόσπιτα), όπου συγκεντρώνεται και επιδεικνύεται ο αποκτημένος από τα ταξίδια πλούτος των ιδιοκτητών. Οι πλουσιότερες κατοικίες ακολουθούν το ίδιο πρότυπο με τις υπόλοιπες, με διευρυμένες τις διαστάσεις, περισσότερο έντεχνη διακόσμηση και συμμετρική εσωτερική διάρθρωση.

Ιταλοκρατία

Η ιταλική κατοχή στα Δωδεκάνησα (1912-1943) συνοδεύτηκε από δυναμικές παρεμβάσεις στο δομημένο περιβάλλον των νησιών, που εξυπηρετούσαν τους πολιτικούς στόχους των κατακτητών. Οι Ιταλοί αναδιαμόρφωσαν τα ιστορικά κέντρα, πραγματοποίησαν προγράμματα αναστύλωσης των μνημείων της ιπποτοκρατίας και εξόπλισαν τους οικισμούς με ένα δίκτυο δημόσιων κτηρίων. Η αποικιακή αρχιτεκτονική που εφαρμόστηκε άλλες φορές αποτέλεσε μείγμα ενός εξωτικού εκλεκτικισμού και άλλοτε ακολούθησε τις αρχές του μοντέρνου κινήματος. Σε κάθε περίπτωση παρέμεινε χρονικά προσδιορισμένη και δεν επηρέασε τη μετέπειτα αρχιτεκτονική στα Δωδεκανησα.

Πηγή: http://astypalaia.wordpress.com/