Η Κάσος, ένα από τα πιο απομακρυσμένα από τον κορμό της Ελλάδας νησί, είναι γνωστή περισσότερο για τον εμπορικό στόλο των εφοπλιστών που κατάγονται από εκεί και στα πλοία των οποίων απασχολήθηκαν κατά καιρούς και ανάλογα τις εποχές οι περισσότεροι Κασιώτες και λιγότερο για την ψαροσύνη των κατοίκων της.
Οι πιο πολλοί μάλιστα από τους ψαράδες της προέρχονται από εκείνους που ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο με τα εμπορικά πλοία και σαν βγήκαν στη σύνταξη ή όταν έπεσε αναδουλειά στη ναυτιλία, επέστρεφαν στο νησί και έπιασαν το τιμόνι του ψαροκάικου και τα σύνεργα της ψαρικής.
Δεν είχε λοιπόν μεγάλη παράδοση στην ψαροσύνη η Κάσος, γιατί έλειπαν οι περισσότεροι άντρες στις θάλασσες του κόσμου και όσοι ασχολούνταν με την αλιεία είχαν και το πρόβλημα με το λιμάνι του Φρυ γιατί εκτός του ότι ήταν εκτεθειμένο στους κακούς αέρηδες (τραμουντάνα και προβέντζα) ήταν και μικρό και δεν χωρούσε πολλά και μεγάλα σκάφη. Γι' αυτό και εκείνα που είχαν οι παλιότεροι να ψαρεύουν γύρω από το νησί, δεν ξεπερνούσαν τα πέντε μέτρα για να μπορούν να χωράνε μέσα στο λιμάνι το οποίο ξεκίνησε να φτιάχνεται το 1982 και αισίως τέλειωσε το 2008 με την επέκταση του μεγάλου κυματοθραύστη. Ετσι βελτιώθηκαν κάπως τα πράγματα και έπαψαν οι ψαράδες να ξενυχτάνε τις νύχτες της μεγάλης κακοκαιρίας για να μην τους σπάσουν τα κύματα τις βαρκούλες.
Οι περισσότερες ψαρόβαρκες στην Κάσο εκείνη την εποχή ήταν μπότια (ίδια κοψιά στην πρύμνη και στην πλώρη) και τις παράγγελναν στη Σύμη, στην Κάρπαθο, ακόμη και στη Σάμο. Καρνάγιο βεβαίως και υπήρχε από πολύ παλιά αλλά σε αυτό έφτιαχναν και επισκεύαζαν μόνο μεγάλα σκάφη, κυρίως εμπορικά τα οποία και αυτά είχαν πρόβλημα με τον καιρό και γι' αυτό τον χειμώνα τα πήγαιναν και τα έδεναν στο Τρίστομο, ανάμεσα στην Κάρπαθο και τη Σαρία και στα κοντινά νησιά, Αρμάθια και Μακρά όπου στους ασφαλείς κόρφους τους είχαν κατασκευάσει αγκυροβόλιο.
Από τους παλιούς ψαράδες της Κάσου, αναφέρονται οι Ξυδιάρηδες με το καΐκι «Αγιος Νικόλαος», ο Βαγγέλης Πασαλάρης με το «Μποριανή», οι Μηνάδες (Μηνάς Μηνάς ή Μπέης), ο Γιάννης Μηνάς και αρκετοί άλλοι. Εκείνοι οι παλιοί ψαράδες έμπαιναν τέσσερα - πέντε άτομα μέσα σε ένα σκάφος και όσο μερτικό έπαιρνε ένας εργαζόμενος, άλλο τόσο έπαιρνε σαν είχε και ένα παραγάδι. Τούτο γινόταν γιατί δεν υπήρχαν λεφτά για παραγάδια και το διέθετε μόνο εκείνος που με πολλές θυσίες κατόρθωνε να το αγοράσει.
Αποτελεί παράδοξο για ένα νησί που ο πλούτος του προέρχονταν από τη ναυτιλία και το εξωτερικό, οι ψαράδες του να βρίσκονται πάντα σε δύσκολη θέση και να θεωρούνται κάπως παρακατιανοί. Ο τσοπάνος της Κάσου είχε περισσότερη αξία τότε από τους ψαράδες και τους βαρκάρηδες (μπαλουξήδες) που εξυπηρετούσαν και την επιβίβαση και την αποβίβαση του πληθυσμού από και προς το πλοίο της γραμμής. Τούτο εξηγείται με την έννοια του σταθερού εισοδήματος και επί του προκειμένου, ο τσοπάνης στην ασφάλεια που του παρείχε η ξηρά και το κοπάδι είχε σταθερό εισόδημα ενώ ο ψαράς είχε να αντιμετωπίσει μια δύσκολη θάλασσα και ποτέ δεν ήταν σίγουρος για το αποτέλεσμα της εξόδου του. Χώρια δε που το κόστος των εργαλείων που ήθελε σε κάθε εποχή ο ψαράς, ήταν πολύ υψηλό και αυξήθηκε περισσότερο όταν άφησαν τα κουπιά και τα πανιά και άρχισαν να βάζουν μηχανές και να πρέπει να αγοράζουν και καύσιμα που οι τιμές τους ήταν ιδιαίτερα τσουχτερές στο νησί τους.
Τα ψάρια που έβγαζαν παλιότερα οι ψαράδες της Κάσου, τα διέθεταν στο ίδιο το νησί αλλά σαν περίσσευαν τα πήγαιναν απέναντι στην Κάρπαθο, περιδιάβαιναν τα ορεινά χωριά με το πανέρι στο κεφάλι και δεν ήταν λίγες οι φορές που τα αντάλλασσαν με είδη, όπως αλεύρι, λάδι, αγκινάρες και άλλα κηπευτικά. Λένε πως τότε με ένα τελάρο ψάρια έπαιρναν έναν τενεκέ λάδι ή ακόμη ένα τελάρο φαγκριά ή μπαρμπούνια τα άλλαζαν με πέντε κιλά σιτάρι.
Γι' αυτό και οι Κασιώτες έδιναν μεγαλύτερη σημασία στους τσοπάνηδες και τους αγρότες από τους ψαράδες. Εκείνα τα χρόνια στην Κάσο πήγαιναν το «Ανδρος» καθώς και το «Αρκαδία» και το «Νηρέας» και οι ψαράδες συμπλήρωναν τα έσοδά τους με τις λάντζες. Καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ψυγεία στην Κάσο, οι ψαράδες πάστωναν το σκάρο και τις μένουλες. Το σκάρο τον ξέραιναν και στον ήλιο (λιόκαφτο) ή «μπακαλιάρο», αλατισμένο δηλαδή και τον διατηρούσαν στα τσουβάλια όπως τον πραγματικό μπακαλιάρο. Ξέραιναν επίσης και χταπόδια, αλλά λίγα, ίσια για τις ανάγκες των σπιτιών.
Από την καινούργια γενιά των ψαράδων της Κάσου οι περισσότεροι προέρχονται από τον εμπορικό στόλο του νησιού οι οποίοι βγήκαν στη στεριά σαν άρχισε πριν από χρόνια η κρίση στην εμπορική ναυτιλία, πήραν άδεια αλιείας κι έτσι συνέχισαν να βγάζουν μεροκάματο πάλι από τη θάλασσα.
Στην κουβέντα για το ψάρεμα στην Κάσο που έγινε πέρσι το καλοκαίρι δίπλα από το λιμάνι της Μπούκας, συμμετείχαν ο Γιάννης Φιλιππάκης (1954) ο οποίος δούλεψε πολλά χρόνια στην Αμερική πριν επιστρέψει στο νησί το 1985 και ασχοληθεί με το ψάρεμα, διατέλεσε μάλιστα και πολλά χρόνια πρόεδρος του τοπικού Συλλόγου Επαγγελματιών Αλιέων «Ο Αγιος Νικόλαος», ο οποίος έχει περί τα 85 μέλη, ο τωρινός πρόεδρος του Συλλόγου Μιχάλης Φωκάς ή Πανορμίτης (1965) και ο Μιχάλης Πασαλάρης (1958) ο οποίος βγήκε στη σύνταξη από τα εμπορικά και έγινε κι αυτός επαγγελματίας ψαράς.
Οι παλιοί ψαράδες της Κάσου μπορεί να μην είχαν τα πολλά εργαλεία να βγάλουν μεροκάματο αλλά τότε η θάλασσα ήταν γεμάτη ζωή. Οι σύγχρονοι μπορεί να έχουν ότι εργαλείο θέλουν αλλά είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να κάνουν απόσβεση του κεφαλαίου που θα διαθέσουν γιατί η αλιεία έχει γίνει πλέον μια πολυδάπανη επιχείρηση με αμφίβολα κέρδη. Και τούτο γιατί έχουν μειωθεί απελπιστικά τα αποθέματα της θάλασσας από την υπεραλίευση βεβαίως και από άλλους παράγοντες, όπως η ρύπανση των θαλασσών αλλά και από τον ανταγωνισμό αλιέων με τα δελφίνια και τις φώκιες που έχουν πολλαπλασιαστεί με μεγάλο βαθμό και αποτελούν πλέον απειλή για την αλιεία.
Ασφαλώς και οι σύγχρονοι ψαράδες όλων των ελληνικών θαλασσών δεν επιθυμούν την εξαφάνιση των δελφινιών και των φωκιών αλλά όταν βλέπουν πως δεν μπορούν πλέον να ζήσουν και είναι έτοιμοι να τα παρατήσουν γιατί στο διάλογο με τους φορείς και τους μηχανισμούς προστασίας των προαναφερόμενων ειδών, δεν ακούγεται ως πρέπει η φωνή τους και δεν τυχαίνουν της ανάλογης φροντίδας και αποζημίωσης με τους κτηνοτρόφους για παράδειγμα ή τους γεωργούς που πέφτουν θύματα διαφόρων φυσικών καταστροφών. Γιατί γι' αυτούς η επιδρομές των δελφινιών κυρίως και λιγότερο της φώκιας μοιάζουν με ολοκληρωτικές καταστροφές τόσο της ψαριάς αλλά περισσότερο των εργαλείων γιατί αυτά καταξεσκίζουν τα δίχτυα και αφού αρπάξουν ότι προλάβουν εξαφανίζονται.
Το ίδιο κάνουν και οι φώκιες που παραφυλάνε και αρπάζουν τα μεγαλύτερα ψάρια, χώρια που σαν πέσουν πάνω στο ψάρεμα δεν αρκούνται στο να γεμίσουν το στομάχι τους για μέρα, παίρνουν τα ψάρια και τα κρύβουν σε τρύπες του βυθού για να έχουν και την επομένη. Είναι κάτι που δεν αντιμετωπίζεται με τίποτα λένε οι Κασιώτες ψαράδες και πιο πολύ ο Γιάννης Φιλιππάκης που κατά την πολύχρονη θητεία του στη θέση του Προέδρου του Συλλόγου προσπάθησε να ενημερώσει τους αρμοδίους για τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος και να τους μεταφέρει την αγανάκτηση των ψαράδων τόσο της Κάσου όσο και των υπολοίπων νησιών της Δωδεκανήσου αλλά ματαίως.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο για την προώθηση του ζητήματος ήταν η γραφειοκρατία που έχουν δημιουργήσει οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και η αδράνεια των μηχανισμών της πολιτείας που κακά τα ψέματα, ποτέ δεν φρόντισε να στελεχώσει τις υπηρεσίες της με εξειδικευμένα άτομα.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν η διαρκής υποβάθμιση των αιτημάτων των αλιέων και η παραπομπή για την επίλυσή τους στο αμφίβολο μέλλον. Παράλληλα, η φοβερής κλίμακας προπαγάνδα των λογής λογής οργανώσεων για την προστασία των απειλούμενων, όπως διατείνονται ειδών, έχει κατορθώσει και έχει διαμορφώσει την εντύπωση πως ο ψαράς είναι τουλάχιστον εγκληματίας αν επιχειρήσει να διώξει με το κουπί έστω της ψαρόβαρκας του, το λιμασμένο δελφίνι ή την πανούργα φώκια.
Οι Κασιώτες ψαρεύουν με δίχτυα και παραγάδια στη θάλασσα γύρω από το νησί που θεωρείται από τους καλύτερους ψαρότοπους του Αιγαίου και συχνάζουν εκεί αλιευτικά από κάθε μέρος όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και των άλλων μεσογειακών κρατών.
Οι σημερινοί ψαράδες, όταν έχουν καλή ψαριά πουλάνε όσα μπορούν στο νησί αλλά στέλνουν με τα πλοία που περνάνε από την Κάσο, κυρίως στη Ρόδο και την Κρήτη καθώς και λίγα στην Αθήνα. Το που θα τα στείλουν εξαρτάται από τη ζήτηση και την τουριστική κίνηση της κάθε εποχής.
Οσο για τα σκάφη τους, ο Γιάννης Φιλιππάκης έχει τη «Βασιλική» 8.5 μέτρα που πήρε από τη Σάμο και ξεχωρίζει απ' όλα τα άλλα στο λιμάνι γιατί το έχει βάψει κόκκινο και ο Μιχάλης Φωκάς τον «Γεράσιμο», τον οποίο δένει έξω από το λιμάνι.
Hλίας Προβόπουλος
Φωτογραφίες Μικρές Πατρίδες
Φωτογραφίες Μικρές Πατρίδες
Πηγή: ΕΘΝΟΣ ενθετο ΨΑΡΕΜΑ &ΦΟΥΣΚΩΤΟ
15/5/2013