«Όλα στο 32», είπε στη ντίλερ συμπατριώτης μας Ροδίτης, ποντάροντας στη ρουλέτα ενός πλωτού καζίνο στην Ακάμπα του Ισραήλ. «Το πλοίο το αγοράσαμε από την Ελλάδα και το μετατρέψαμε σε καζίνο» τον ενημέρωσε, όταν άκουσε ότι είναι Έλληνας. Όταν ο συμπατριώτης μας ρώτησε για την ονομασία του πλοίου, βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη.
Αυτό, δεν είναι ένα τυχαίο σκαρί. Είναι το θρυλικό, «Πανορμίτης». Ένα καράβι που έχει γράψει ιστορία στα νησιά και έχει μπει στην ελληνική λογοτεχνία. Ο Πανορμίτης είναι διάσημος σ’ όλο τον κόσμο. Έχουν περάσει ήδη εικοσιοκτώ χρόνια από τον παροπλισμό του, απ΄ την «άγονη γραμμή», κι όμως, όσοι Δωδεκανήσιοι ακούνε για το «μικρό», αυτόματα φέρνουν στο νου τους το καράβι που σύνδεε αδιάκοπα, χειμώνα-καλοκαίρι τα νησιά. Δεν υπάρχει Δωδεκανήσιος που να μην έχει να διηγηθεί μια ιστορία με το «Πανορμίτης». Με τον «σκυλοπνίχτη», όπως το έλεγαν…
Ο καπετάν- Σταύρος σε νεαρή ηλικία ανεβασμένος στην μαΐστρα ιστιοφόρου και ο «Πανορμίτης» στο σημείο που …έδενε στο «Ελαφάκι», μπροστά από το Φάρο του Αγίου Νικολάου
Παλεύοντας με την ανταριασμένη θάλασσα
Ένα καράβι που έγραψε τον δικό του θρύλο στα Δωδεκάνησα. Έπιανε Κάσο, Κάρπαθο και μια-δυο φορές τη βδομάδα το Καστελόριζο. Είχε έδρα τη Ρόδο και μετά τράβαγε βαριανασαίνοντας προς τα πάνω, Σύμη, Τήλο, Νίσυρο, Κω, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, Λειψούς, Αγαθονήσι και έφτανε μέχρι το Πυθαγόρειο της Σάμου. Όμως ο «Πανορμίτης» δεν είναι ένα πλοίο, αλλά… δύο. Αμετάβλητο και θρυλικό παραμένει μόνο το όνομα. Ο πρώτος «Πανορμίτης » ήταν το «Στέλλα» που δούλευε στον Αργοσαρωνικό και βούλιαξε στην Τέλενδο. Ο δεύτερος του Φραγκαντώνη (ΑΝΕΔ) ήταν ένα μονομπλόκ, που για περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια, κυριάρχησε στην «άγονη γραμμή». Παλιό σιδερένιο βαπόρι με στρογγυλή πρύμνη, μυτερή πλώρη, αμπάρι μπροστά και ξύλινο κατάστρωμα. Παστωμένο με άσπρη λαδομπογιά, με δερμάτινους καναπέδες και ξύλινες επενδύσεις. Το «Πανορμίτης» διέσχιζε το πέλαγος, βυθιζόταν με την πλώρη μέσα στο κύμα κι όταν σηκωνότανε πάνω από την ίσαλο γραμμή έβλεπες τα μίνια και τις ξεφλουδισμένες μπογιές του.
Οι νησιώτες όμως ήταν βαθιά δεμένοι μ’ αυτό το πλοίο. Τους έφερνε στη Ρόδο μ’ όλους τους καιρούς κι από κει πίσω στο σπίτι τους. Βέβαια, ο πραγματικός θρύλος, δεν ήταν μόνο το καράβι, αλλά και ο πλοίαρχος του. Ο καπετάν- Σταύρος. Θαλασσόλυκος με τα όλα του. Εξαιρετικός ναυτικός, γεμάτος εμπειρίες και ικανότητες. Από τους καλύτερους καπεταναίους, λένε, που γέννησαν τα νησιά. Διάβαζε το καιρό απ’ τα αστέρια- και «τρεφόταν» με το τραβέρσο. Στα μικρονήσια Πάτμο, Τήλο, Χάλκη, Κάσο, Καστελόριζο, Λειψούς, Αρκιούς, οι ντόπιοι πίνουν νερό στο όνομά του… Είναι αυτός που με το θρυλικό πια «Πανορμίτη», δεν χαμπαριάζει από καιρό. Και με οκτάρι θάλασσα -χειμώνα- θα σαλπάρει- για να μην αφήσει χωρίς τροφοδοσία τα νησάκια της άγονης γραμμής, χωρίς τα εμβάσματα των ναυτικών, να μεταφέρει τους λιγοστούς νησιώτες στον προορισμό τους, να σπεύσει όταν χρήζουν άμεσης βοήθειας σε θέματα υγείας.
Οι νησιώτες όμως ήταν βαθιά δεμένοι μ’ αυτό το πλοίο. Τους έφερνε στη Ρόδο μ’ όλους τους καιρούς κι από κει πίσω στο σπίτι τους. Βέβαια, ο πραγματικός θρύλος, δεν ήταν μόνο το καράβι, αλλά και ο πλοίαρχος του. Ο καπετάν- Σταύρος. Θαλασσόλυκος με τα όλα του. Εξαιρετικός ναυτικός, γεμάτος εμπειρίες και ικανότητες. Από τους καλύτερους καπεταναίους, λένε, που γέννησαν τα νησιά. Διάβαζε το καιρό απ’ τα αστέρια- και «τρεφόταν» με το τραβέρσο. Στα μικρονήσια Πάτμο, Τήλο, Χάλκη, Κάσο, Καστελόριζο, Λειψούς, Αρκιούς, οι ντόπιοι πίνουν νερό στο όνομά του… Είναι αυτός που με το θρυλικό πια «Πανορμίτη», δεν χαμπαριάζει από καιρό. Και με οκτάρι θάλασσα -χειμώνα- θα σαλπάρει- για να μην αφήσει χωρίς τροφοδοσία τα νησάκια της άγονης γραμμής, χωρίς τα εμβάσματα των ναυτικών, να μεταφέρει τους λιγοστούς νησιώτες στον προορισμό τους, να σπεύσει όταν χρήζουν άμεσης βοήθειας σε θέματα υγείας.
Ο καπετάν-Σταύρος
Στο αίμα του καπετάν- Σταύρου, κυλάει η ιστορία του Αιγαίου. Ο πατέρας του, ο καπτά- Βαγγέλης είχε καΐκι που εκτελούσε δρομολόγια στις αρχές του 20ου αιώνα. Έφερνε εμπορεύματα από τη Σάμο στα μικρονήσια. Αρκιούς, Μαράθι, Λειψούς και Πάτμο. Σε ένα από τα ταξίδια του, ο καπετάνιος ερωτεύτηκε την πανύψηλη Θεολογία, το γένος Κάβουρα από το Μαράθι. Ένα μικρό νησάκι κοντά στην Πάτμο. Παντρεύτηκαν και μετακόμισαν στο νησί της Αποκάλυψης.
Ο Σταύρος Χατζηϊωάννου γεννήθηκε στη Πάτμο το 1933, ήταν ο στερνογιός της οικογένειας, που είχε δέκα παιδιά. Βαφτίστηκε στην «αλμύρα» και μεγάλωσε σ΄ αυτή. Από μικρό παιδί στη θάλασσα. Ψαράς, τρατάρης, ναύτης. Γρέγος, γαρμπής, μαΐστρος, μπάτης, σορόκος, πουνέντες και λεβάντες, τρέχουνε στις φλέβες του Σταύρου. Θαλασσινή, σαν των προγόνων του, είναι και η δική του ιστορία. Αμούστακο παιδί έχασε τον πατέρα του. Μεσολάβησε η κατοχή, η πείνα και η φτώχια. Η Θεολογία αποφάσισε να πιάσει λιμάνι για να θρέψει τα παιδιά της και μετακόμισε στη Ρόδο. Το ριζικό της οικογενείας όμως, ήταν ο αποχωρισμός. Οι μικρότερες αδελφές του Κατίνα και Αργυρώ, ξενιτεύτηκαν στην Αυστραλία, ενώ τα αγόρια της οικογενείας παρέμειναν να παλεύουν στην αγριεμένη θάλασσα. Μετά τη θητεία στο Ναυτικό, παντρεύτηκε με την πρωτοκόρη του παπά-Αντώνη Ρούσσου, Αναστασία. Δουλειά δεν υπήρχε και ο Σταύρος έβγαλε φυλλάδιο και μπαρκάρισε σε ποντοπόρα πλοία. Όπως λέει ο Καββαδίας, όρτσα για τους ωκεανούς, για ταξίδια με πούσι. Δύσκολα χρόνια, δύσκολα ταξίδια, αλλά συνάμα περιπετειώδη και συναρπαστικά. Ατλαντικός, Ειρηνικός, Ινδικός, Βόρεια Θάλασσα, Καραϊβική. Και ποιό λιμάνι δεν έπιασε ο Σταύρος. Δουλευταράς, πλακατζής, γλεντζές και γυναικάς, διέσχιζε τους ωκεανούς και έκανε βάρδια στην γέφυρα. Όπως βάρδια, ως γνήσιος ναυτικός, έκανε και στα ξενυχτάδικα.«Σαν τις γυναίκες της Βενεζουέλας, πουθενά…» έλεγε ο καπτά- Σταύρος, θυμίζοντας μια στροφή του Καββαδία:
“Θα προχωρήσω!…Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα…”
Χρόνια έκανε να πιάσει τα γενέθλια χώματα, όμως τον μισθό τον εισέπραττε και έκανε κουμάντο η Αναστασία. Πατέρας και μάνα, η «παπαδιά». Κάθε φορά που έπιανε Ρόδο ο καπετάνιος, περνούσε τα βράδια του στον «Μπαμπούλα» και πριν ξαναμπαρκάρει, άφηνε πίσω του τον «καρπό» ενός παιδιού. Πέρασε χρόνια στους ωκεανούς και όταν επέστρεψε με την προτροπή της «παπαδιάς» πήρε το πτυχίο του πρακτικού πλοιάρχου. Στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, βρέθηκε στο «Πανορμίτης». Και με τα χρόνια, το καραβάκι κι ο καπετάνιος έγιναν ένα. Επτά ημέρες την εβδομάδα, 365 μέρες τον χρόνο, παλεύει με την ανταριασμένη θάλασσα και τα μποφόρ. Δεμένος άρρηκτα είναι πια και με τους νησιώτες. Ανά πάσα στιγμή έχουν από αυτόν και το δεκαπενταμελές πλήρωμά ό,τι ζητήσουν, σε είδη πρώτης ανάγκης, λοιπές προμήθειες, αλλά και στις δύσκολες στιγμές. «Για χρόνια ολόκληρα το «Πανορμίτης» ήταν το “ΕΚΑΒ”. Κατά καιρούς, τον ειδοποιούν να συνδράμει και στη μεταφορά ασθενών και εγκύων στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Το καρυδότσουφλο «Πανορμίτης», θα ανταπεξέλθει, με όποιον καιρό. Για τις πράξεις του τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με έπαινο όταν έσωσε ένα Καστελοριζιό αρχές της δεκαετίας του ’80. Στα περίπου δέκα χρόνια που ήταν κυβερνήτης, ο «σκυλοπνίχτης» έχασε μόνο δυο δρομολόγια. Πάντα έβρισκε τον τρόπο να χαράξει ρότα ο καπτά – Σταύρος, ακόμη κι αν απαγόρευε τον απόπλου το Λιμεναρχείο. «Πάω αρόδο…» έλεγε ο καπετάνιος- κατέβαζε την μπουκαπόρτα και βιράριζε για το δρομολόγιο. Το «Πανορμίτης» βολόδερνε στο πέλαγος και έφτανε πάντα στον προορισμό. Αλλωστε, «πασατέμπος» είναι στο Αιγαίο τα οκταράκια, με τα ισχυρά μελτέμια που χτυπούν το Ικάριο, το Καρπάθιο, το Κάβο-Κριό και την θάλασσα του Λεβάντε (Καστελόριζο). Είναι τόσο δυνατά αυτά τα μπουγάζια στην περιοχή, που οι ζαλισμένοι από την φουρτούνα, νησιώτες τραγουδούσαν μαντινάδες σαν αυτήν:
“Μεσ’ τ’ αφρισμένα κύματα
περνά ο Πανορμίτης
που ψηλά στη γέφυρα
έχει νησιώτη ταύρο
καπετάνιο με καρδιά
έχει τον κάπτα- Σταύρο”
Αξέχαστη εμπειρία το δρομολόγιο με το «Πανορμίτης» όπως γλαφυρά την περιγράφει (Blogspot /Πύραυλος των Υπογείων) ο επιβάτης Β.Η. που ταξίδεψε με το πλοίο: «Στα Δωδεκάνησα αγκομαχούσε όλο ηρωισμό ο «Πανορμίτης». Τούτο το καράβι το πήρα μια φορά το ’84 από τη Ρόδο για τη Σάμο, Οκτώβρη μήνα, με μεγάλη θαλασσοταραχή. Όλη τη νύχτα οι λιγοστοί επιβάτες, σιωπηλοί, κατάχλωμοι, είχαν πέσει στους καναπέδες, είχαν κουκουλωθεί μέχρις απάνω κι έδιναν αγώνα για να μην ξεράσουν, ενώ το καράβι μπατάριζε μια δεξιά και μια αριστερά. Το μπότζι βάραγε από κάτω την καρένα και όλο το σκάφος έτριζε, ενώ η θάλασσα μαστίγωνε και έλουζε τα παράθυρα. Το μπαρ, που μέχρι μια στιγμή μοίραζε κρύες τυρόπιτες και τούρκικους καφέδες σε πλαστικά κυπελλάκια, είχε ερημώσει.
Τα φώτα είχαν χαμηλώσει και ο καφετζής είχε διακριτικά αποσυρθεί. Το πλοίο έμοιαζε αφημένο στην τύχη του. Τον Αύγουστο του ’85 το ίδιο καράβι πηγαίνοντας από Καστελόριζο για Ρόδο, περίμενε για δύο ώρες τον καπετάνιο του, σημαίνοντας τη σειρήνα του, γιατί αυτός γλένταγε στην παραλία μ’ όλο το νησί που τον αποχαιρέταγε επειδή αυτό ήτανε το στερνό του ταξίδι. Τόσα και τόσα χρόνια ήταν ο περαματάρης τους. Αυτός τους πηγαινόφερνε στη Ρόδο. Μας τον φέρανε στους ώμους με κιθάρες και τραγούδια:
“ Ο καπετάνιος είναι λυπημένος,
γιατί έχει θάλασσα κι αυτός είναι αραγμένος „
Τούτος δω ήτανε ένας Ροδίτης θαλασσόλυκος αψύς και αγριεμένος από το ποτό και το γλέντι. Μόλις ανέβηκε στη γέφυρα, όρμησε στη σειρήνα και έφερε τον πανζουρλισμό, ενώ οι νησιώτες δεν σταμάταγαν τα τραγούδια και τις ζητωκραυγές, προσπαθώντας να σπρώξουν λίγο παραπέρα τη θλίψη που έρχεται μετά την έκσταση. Ενώ το καράβι χανότανε στη σκοτεινιά ακούγαμε τους τελευταίους ήχους από ένα γλεντοκόπι που συνεχιζότανε για λίγο ακόμα χωρίς τον πατέρα του». Αμέτρητα «ευχαριστώ» έχει ακούσει για την ανθρωπιά και τον επαγγελματισμό του ο καπετάνιος από τους νησιώτες. Με πρωτοβουλία της Αδελφότητας Ολυμπιτών Ρόδου «Η Βρυκούς» τιμήθηκε για την προσφορά του (2011), ενώ εκκρεμούν αντίστοιχες εκδηλώσεις από τους δήμους Καστελορίζου, Πάτμου κλπ, όπως επίσης σχετική απόφαση έχει ληφθεί και από την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου. Ο καπετάν- Σταύρος βγήκε εδώ και πολλά χρόνια σε σύνταξη, όμως τη θάλασσα δεν την αποχωρίστηκε ποτέ. «Απόμαχος» πια, δεν παραλείπει -σχεδόν- καθημερινά να βάζει τα πόδια στη θάλασσα, να παίρνει δύναμη από την «αλμύρα της».
Συνεχίζει στα ογδόντα του να πίνει κρασί και να θυμάται ιστορίες. Τη λατρεύει τη θάλασσα, είναι η «ερωμένη» του! Δεν ξεμπάρκαρε, κατά ουσία και κυριολεκτικά, ποτέ, ήθελε – δεν ήθελε.
Ο Σταύρος Χατζηϊωάννου γεννήθηκε στη Πάτμο το 1933, ήταν ο στερνογιός της οικογένειας, που είχε δέκα παιδιά. Βαφτίστηκε στην «αλμύρα» και μεγάλωσε σ΄ αυτή. Από μικρό παιδί στη θάλασσα. Ψαράς, τρατάρης, ναύτης. Γρέγος, γαρμπής, μαΐστρος, μπάτης, σορόκος, πουνέντες και λεβάντες, τρέχουνε στις φλέβες του Σταύρου. Θαλασσινή, σαν των προγόνων του, είναι και η δική του ιστορία. Αμούστακο παιδί έχασε τον πατέρα του. Μεσολάβησε η κατοχή, η πείνα και η φτώχια. Η Θεολογία αποφάσισε να πιάσει λιμάνι για να θρέψει τα παιδιά της και μετακόμισε στη Ρόδο. Το ριζικό της οικογενείας όμως, ήταν ο αποχωρισμός. Οι μικρότερες αδελφές του Κατίνα και Αργυρώ, ξενιτεύτηκαν στην Αυστραλία, ενώ τα αγόρια της οικογενείας παρέμειναν να παλεύουν στην αγριεμένη θάλασσα. Μετά τη θητεία στο Ναυτικό, παντρεύτηκε με την πρωτοκόρη του παπά-Αντώνη Ρούσσου, Αναστασία. Δουλειά δεν υπήρχε και ο Σταύρος έβγαλε φυλλάδιο και μπαρκάρισε σε ποντοπόρα πλοία. Όπως λέει ο Καββαδίας, όρτσα για τους ωκεανούς, για ταξίδια με πούσι. Δύσκολα χρόνια, δύσκολα ταξίδια, αλλά συνάμα περιπετειώδη και συναρπαστικά. Ατλαντικός, Ειρηνικός, Ινδικός, Βόρεια Θάλασσα, Καραϊβική. Και ποιό λιμάνι δεν έπιασε ο Σταύρος. Δουλευταράς, πλακατζής, γλεντζές και γυναικάς, διέσχιζε τους ωκεανούς και έκανε βάρδια στην γέφυρα. Όπως βάρδια, ως γνήσιος ναυτικός, έκανε και στα ξενυχτάδικα.«Σαν τις γυναίκες της Βενεζουέλας, πουθενά…» έλεγε ο καπτά- Σταύρος, θυμίζοντας μια στροφή του Καββαδία:
“Θα προχωρήσω!…Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα…”
Χρόνια έκανε να πιάσει τα γενέθλια χώματα, όμως τον μισθό τον εισέπραττε και έκανε κουμάντο η Αναστασία. Πατέρας και μάνα, η «παπαδιά». Κάθε φορά που έπιανε Ρόδο ο καπετάνιος, περνούσε τα βράδια του στον «Μπαμπούλα» και πριν ξαναμπαρκάρει, άφηνε πίσω του τον «καρπό» ενός παιδιού. Πέρασε χρόνια στους ωκεανούς και όταν επέστρεψε με την προτροπή της «παπαδιάς» πήρε το πτυχίο του πρακτικού πλοιάρχου. Στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, βρέθηκε στο «Πανορμίτης». Και με τα χρόνια, το καραβάκι κι ο καπετάνιος έγιναν ένα. Επτά ημέρες την εβδομάδα, 365 μέρες τον χρόνο, παλεύει με την ανταριασμένη θάλασσα και τα μποφόρ. Δεμένος άρρηκτα είναι πια και με τους νησιώτες. Ανά πάσα στιγμή έχουν από αυτόν και το δεκαπενταμελές πλήρωμά ό,τι ζητήσουν, σε είδη πρώτης ανάγκης, λοιπές προμήθειες, αλλά και στις δύσκολες στιγμές. «Για χρόνια ολόκληρα το «Πανορμίτης» ήταν το “ΕΚΑΒ”. Κατά καιρούς, τον ειδοποιούν να συνδράμει και στη μεταφορά ασθενών και εγκύων στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Το καρυδότσουφλο «Πανορμίτης», θα ανταπεξέλθει, με όποιον καιρό. Για τις πράξεις του τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με έπαινο όταν έσωσε ένα Καστελοριζιό αρχές της δεκαετίας του ’80. Στα περίπου δέκα χρόνια που ήταν κυβερνήτης, ο «σκυλοπνίχτης» έχασε μόνο δυο δρομολόγια. Πάντα έβρισκε τον τρόπο να χαράξει ρότα ο καπτά – Σταύρος, ακόμη κι αν απαγόρευε τον απόπλου το Λιμεναρχείο. «Πάω αρόδο…» έλεγε ο καπετάνιος- κατέβαζε την μπουκαπόρτα και βιράριζε για το δρομολόγιο. Το «Πανορμίτης» βολόδερνε στο πέλαγος και έφτανε πάντα στον προορισμό. Αλλωστε, «πασατέμπος» είναι στο Αιγαίο τα οκταράκια, με τα ισχυρά μελτέμια που χτυπούν το Ικάριο, το Καρπάθιο, το Κάβο-Κριό και την θάλασσα του Λεβάντε (Καστελόριζο). Είναι τόσο δυνατά αυτά τα μπουγάζια στην περιοχή, που οι ζαλισμένοι από την φουρτούνα, νησιώτες τραγουδούσαν μαντινάδες σαν αυτήν:
“Μεσ’ τ’ αφρισμένα κύματα
περνά ο Πανορμίτης
που ψηλά στη γέφυρα
έχει νησιώτη ταύρο
καπετάνιο με καρδιά
έχει τον κάπτα- Σταύρο”
Αξέχαστη εμπειρία το δρομολόγιο με το «Πανορμίτης» όπως γλαφυρά την περιγράφει (Blogspot /Πύραυλος των Υπογείων) ο επιβάτης Β.Η. που ταξίδεψε με το πλοίο: «Στα Δωδεκάνησα αγκομαχούσε όλο ηρωισμό ο «Πανορμίτης». Τούτο το καράβι το πήρα μια φορά το ’84 από τη Ρόδο για τη Σάμο, Οκτώβρη μήνα, με μεγάλη θαλασσοταραχή. Όλη τη νύχτα οι λιγοστοί επιβάτες, σιωπηλοί, κατάχλωμοι, είχαν πέσει στους καναπέδες, είχαν κουκουλωθεί μέχρις απάνω κι έδιναν αγώνα για να μην ξεράσουν, ενώ το καράβι μπατάριζε μια δεξιά και μια αριστερά. Το μπότζι βάραγε από κάτω την καρένα και όλο το σκάφος έτριζε, ενώ η θάλασσα μαστίγωνε και έλουζε τα παράθυρα. Το μπαρ, που μέχρι μια στιγμή μοίραζε κρύες τυρόπιτες και τούρκικους καφέδες σε πλαστικά κυπελλάκια, είχε ερημώσει.
Τα φώτα είχαν χαμηλώσει και ο καφετζής είχε διακριτικά αποσυρθεί. Το πλοίο έμοιαζε αφημένο στην τύχη του. Τον Αύγουστο του ’85 το ίδιο καράβι πηγαίνοντας από Καστελόριζο για Ρόδο, περίμενε για δύο ώρες τον καπετάνιο του, σημαίνοντας τη σειρήνα του, γιατί αυτός γλένταγε στην παραλία μ’ όλο το νησί που τον αποχαιρέταγε επειδή αυτό ήτανε το στερνό του ταξίδι. Τόσα και τόσα χρόνια ήταν ο περαματάρης τους. Αυτός τους πηγαινόφερνε στη Ρόδο. Μας τον φέρανε στους ώμους με κιθάρες και τραγούδια:
“ Ο καπετάνιος είναι λυπημένος,
γιατί έχει θάλασσα κι αυτός είναι αραγμένος „
Τούτος δω ήτανε ένας Ροδίτης θαλασσόλυκος αψύς και αγριεμένος από το ποτό και το γλέντι. Μόλις ανέβηκε στη γέφυρα, όρμησε στη σειρήνα και έφερε τον πανζουρλισμό, ενώ οι νησιώτες δεν σταμάταγαν τα τραγούδια και τις ζητωκραυγές, προσπαθώντας να σπρώξουν λίγο παραπέρα τη θλίψη που έρχεται μετά την έκσταση. Ενώ το καράβι χανότανε στη σκοτεινιά ακούγαμε τους τελευταίους ήχους από ένα γλεντοκόπι που συνεχιζότανε για λίγο ακόμα χωρίς τον πατέρα του». Αμέτρητα «ευχαριστώ» έχει ακούσει για την ανθρωπιά και τον επαγγελματισμό του ο καπετάνιος από τους νησιώτες. Με πρωτοβουλία της Αδελφότητας Ολυμπιτών Ρόδου «Η Βρυκούς» τιμήθηκε για την προσφορά του (2011), ενώ εκκρεμούν αντίστοιχες εκδηλώσεις από τους δήμους Καστελορίζου, Πάτμου κλπ, όπως επίσης σχετική απόφαση έχει ληφθεί και από την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου. Ο καπετάν- Σταύρος βγήκε εδώ και πολλά χρόνια σε σύνταξη, όμως τη θάλασσα δεν την αποχωρίστηκε ποτέ. «Απόμαχος» πια, δεν παραλείπει -σχεδόν- καθημερινά να βάζει τα πόδια στη θάλασσα, να παίρνει δύναμη από την «αλμύρα της».
Συνεχίζει στα ογδόντα του να πίνει κρασί και να θυμάται ιστορίες. Τη λατρεύει τη θάλασσα, είναι η «ερωμένη» του! Δεν ξεμπάρκαρε, κατά ουσία και κυριολεκτικά, ποτέ, ήθελε – δεν ήθελε.
Ο καπετάνιος
Αποφάσισα να γράψω για τον καπετάνιο. Έτσι τον αποκαλούσαμε από μικρά παιδιά.
Είναι κάτι που δεν συνηθίζεται, να γράφει κάποιος για τον πατέρα του. Όμως οφείλω να το κάνω, τώρα που βρίσκεται εν ζωή. Δεν επιχειρώ να ωραιοποιήσω καμία κατάσταση, γιατί οι ναυτικοί, ξέρουν να ξεχωρίζουν τους αληθινούς καπετάνιους, απ’ αυτούς του «γλυκού νερού». Πρώτη φορά τον συνάντησα στα 6 μου χρόνια. Αυτό φαντάζομαι το γνωρίζουν πολύ καλά, όσοι έχουν κύρηδες ναυτικούς.
«Ο πατέρας σου »..είπε η συγχωρεμένη μάνα μου. Τον κοίταξα και θυμάμαι την πρώτη μου φράση: «Δεν μου αρέσει», της είπα. Έκανα λάθος. Ο καπετάνιος με την αγάπη, την σκληράδα, τον τραχύ λόγο και το απίστευτο χιούμορ του, απέδειξε ότι το αξίζει -και με το παραπάνω. Αν κι ο «αθεόφοβος» έχει μόνο φωτογραφίες από γλέντια. Με τον πατέρα μας σε παιδική ηλικία, δεν έχουμε ούτε μια! Γύρισε τον κόσμο, με τον ίδιο τρόπο που οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε τις γειτονιές μας. Και φυγές εκπλήρωσε και αποδράσεις και στις «Ινδίες» βρέθηκε, όπως κάθε ναυτικός.
Ένα πράγμα δεν μπόρεσε ποτέ να απεκδυθεί – να διώξει από πάνω του – τα «ρούχα» της αλμύρας. Ο αείμνηστος- δήμαρχος Τάσος Αλιφέρης όταν αποφάσισε να αγοράσει πλοίο για τη Τήλο, τον καπτά- Σταύρο, συμβουλεύτηκε. «Ο καπετάνιος μου είπε να ψάξω για «μικρό» που θα «μεγαλώσει» από την δύναμη που θα δώσει στο νησί» μου απάντησε στη συνέντευξη τύπου, όταν ανακοίνωσε την αγορά του «Sea Star». Το καράβι του καπετάνιου, ήταν ο «Πανορμίτης». Σύνδεσε τη ζωή του με τον «σκυλοπνίχτη», που όμως πάντα έφερνε τους νησιώτες στον τόπο τους.
Με όποιον καιρό, ότι θάλασσα κι αν είχε. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο «Πανορμίτης» κουνούσε και στα 2 μποφόρ, αλλά κι ο ισχυρισμός αυτός συνδέεται με τον «θρύλο» που έχει δημιουργήσει στα Δωδεκάνησα. Το ταξίδι με το Πανορμίτης, ήταν μια αλησμόνητη εμπειρία. Ο καπετάνιος το «έπαιζε στα δάχτυλα» το καράβι. Μάλιστα μια φορά έβαλε στοίχημα με τον λιμενάρχη να βγάλει το πλοίο με την πρύμνη απ΄ το Μανδράκι που έδενε! Στο πορτοφόλι του -είχε πάντα- και έχει- τον Ταξιάρχη. Είθε, να τον κρατά γερό και δυνατό, για να κατεβάζει κάνα κρασάκι, όπως «έπινε τη θάλασσα».
Τη λατρεύει τη θάλασσα, είναι η «ερωμένη» του! Δεν ξεμπάρκαρε, κατά ουσία και κυριολεκτικά, ποτέ, ήθελε – δεν ήθελε.
Είναι κάτι που δεν συνηθίζεται, να γράφει κάποιος για τον πατέρα του. Όμως οφείλω να το κάνω, τώρα που βρίσκεται εν ζωή. Δεν επιχειρώ να ωραιοποιήσω καμία κατάσταση, γιατί οι ναυτικοί, ξέρουν να ξεχωρίζουν τους αληθινούς καπετάνιους, απ’ αυτούς του «γλυκού νερού». Πρώτη φορά τον συνάντησα στα 6 μου χρόνια. Αυτό φαντάζομαι το γνωρίζουν πολύ καλά, όσοι έχουν κύρηδες ναυτικούς.
«Ο πατέρας σου »..είπε η συγχωρεμένη μάνα μου. Τον κοίταξα και θυμάμαι την πρώτη μου φράση: «Δεν μου αρέσει», της είπα. Έκανα λάθος. Ο καπετάνιος με την αγάπη, την σκληράδα, τον τραχύ λόγο και το απίστευτο χιούμορ του, απέδειξε ότι το αξίζει -και με το παραπάνω. Αν κι ο «αθεόφοβος» έχει μόνο φωτογραφίες από γλέντια. Με τον πατέρα μας σε παιδική ηλικία, δεν έχουμε ούτε μια! Γύρισε τον κόσμο, με τον ίδιο τρόπο που οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε τις γειτονιές μας. Και φυγές εκπλήρωσε και αποδράσεις και στις «Ινδίες» βρέθηκε, όπως κάθε ναυτικός.
Ένα πράγμα δεν μπόρεσε ποτέ να απεκδυθεί – να διώξει από πάνω του – τα «ρούχα» της αλμύρας. Ο αείμνηστος- δήμαρχος Τάσος Αλιφέρης όταν αποφάσισε να αγοράσει πλοίο για τη Τήλο, τον καπτά- Σταύρο, συμβουλεύτηκε. «Ο καπετάνιος μου είπε να ψάξω για «μικρό» που θα «μεγαλώσει» από την δύναμη που θα δώσει στο νησί» μου απάντησε στη συνέντευξη τύπου, όταν ανακοίνωσε την αγορά του «Sea Star». Το καράβι του καπετάνιου, ήταν ο «Πανορμίτης». Σύνδεσε τη ζωή του με τον «σκυλοπνίχτη», που όμως πάντα έφερνε τους νησιώτες στον τόπο τους.
Με όποιον καιρό, ότι θάλασσα κι αν είχε. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο «Πανορμίτης» κουνούσε και στα 2 μποφόρ, αλλά κι ο ισχυρισμός αυτός συνδέεται με τον «θρύλο» που έχει δημιουργήσει στα Δωδεκάνησα. Το ταξίδι με το Πανορμίτης, ήταν μια αλησμόνητη εμπειρία. Ο καπετάνιος το «έπαιζε στα δάχτυλα» το καράβι. Μάλιστα μια φορά έβαλε στοίχημα με τον λιμενάρχη να βγάλει το πλοίο με την πρύμνη απ΄ το Μανδράκι που έδενε! Στο πορτοφόλι του -είχε πάντα- και έχει- τον Ταξιάρχη. Είθε, να τον κρατά γερό και δυνατό, για να κατεβάζει κάνα κρασάκι, όπως «έπινε τη θάλασσα».
Τη λατρεύει τη θάλασσα, είναι η «ερωμένη» του! Δεν ξεμπάρκαρε, κατά ουσία και κυριολεκτικά, ποτέ, ήθελε – δεν ήθελε.