Όταν τα βρόντηξε και τη κοπάνησε από τη Κάσο, ούτε που φανταζόταν τι παιγνίδια θα έπαιζε μαζί του η μοίρα. Η περίπτωση του δισεκατομμυριούχου, Δημήτρη Σταματάκη, είναι από τις πιο ιδιαίτερες για τους Δωδεκανήσιους μετανάστες.
Ο παράξενος Έλληνας δεν μοίραζε τα μυστικά του, ένας κλειστός, μετρημένος τύπος, που μόνο ένα πράμα δεν περίμενε, να πεθάνει!
Έφυγε τόσο βιαστικά το 1922, όμως στην Ελλάδα πέρασαν 30 χρόνια για να μαθευτεί ο χαμός του, τη δεκαετία του 1950,
και βρέθηκαν στα ξαφνικά, να διεκδικούν την αμύθητη περιουσία του Κρητικοί, Κασιώτες, Ροδίτες και Έλληνες της Αιγύπτου, όλοι πάλευαν να αποδείξουν το κοινό, κόκκινο αίμα τους, με τον βαθύπλουτο μακαρίτη.
Η ιστορία έχει πολλές εκδοχές, φαίνεται να ξεκινά με ένα επεισοδιακό γάμο. Ο δαιμόνιος Κασιώτης βρέθηκε στην Κρήτη, στο χωριό Μόχος της επαρχίας Πεδιάδος, στο Ηράκλειο.
Το μεροκάματο δεν άργησε να φέρει και το χασομέρι, που με τη σειρά του έγινε ένας ανίκητος έρωτας. Όλα καλά θα τραβούσαν, αν η πιτσιρίκα δεν ήταν μια μαντηλοδεμένη μουσουλμάνα.
Το 1880 η Κρήτη ήταν ακόμα κάτω από Τουρκικό έλεγχο και αρκετές φαμίλιες είχαν τον προφήτη Μωάμεθ εικόνισμα, μέσα στο σπίτι και κρατούσαν τις Σούρες από το Κοράνι για οδηγό.
Όμως ο έρωτας παίζει με τις καρδιές σαν παιδικό ντόμινο και δεν λογαριάζει σε Θεούς, ούτε φυσικά, υπολογίζει ανθρώπους.
Την έκλεψε την μικρούλα ο Σταματάκης και την πήγε στην πατρίδα του, την Κάσο. Εκεί την παντρεύτηκε και σκάρωσε στα γρήγορα το πρώτο τους παιδί. Όμως το κυνηγητό και οι Κρητικές κατάρες, φαίνεται δεν είχαν κοπάσει, έτσι μπάρκαρε σαν ναύτης, σε περαστικό βαπόρι, αφήνοντας την Τουρκάλα του, που στο μεταξύ είχε πετάξει τα τσεμπέρια και προσπαθούσε να συνηθίσει στο ελληνικό Κύριε ελέησον.
Λίγα χρόνια πριν τον 20ο αιώνα, γύρω στο 1890-5, μπάρκαρε ο Δημήτρης Σταματάκης, και φαίνεται να κρατά την επικοινωνία με τον τόπο του. Όσο γυρνά τα λιμάνια της Μεσογείου, στην Αίγυπτο, την Αλγερία, το Μαρόκο, στέλνει μερικά γράμματα και πεσκέσια. Όταν όμως απομακρύνεται, όταν το βαπόρι ταξιδεύει και πατά σε πιο άγνωστες, μαύρες θάλασσες, τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό ωκεανό, τόσο το μυαλό παύει να γυρνά στα περασμένα, και η μνήμη αδυνατίζει, τόσο που πεθαίνουν όλες οι σκιές, από τα αγαπημένα πρόσωπα, που κρατούσαν συντροφιά στη μοναξιά του.
Ο Σταματάκης δεν ήταν για βαπόρια, άντεχε τα σιδερένια ζωντανά θεριά, μα για κείνον δεν ήταν παρά ένα άσυλο ηρεμίας και ασφάλειας.
Όμως όταν διέγραψε τις αμαρτίες, από το παρελθόν, δεν είχε τίποτα να φοβάται, μήτε στον ξύπνιο μα ούτε και μπαίναν τέρατα, στον ύπνο του.
Βάλθηκε λοιπόν να ψάχνει πατρίδα, για να στήσει την ολοκαίνουρια ζωή του. Πες η τύχη, πες το θράσος και ο θεότρελος, σαρωτικός χαρακτήρα του, τον έβγαλαν στα λιμάνια της Αλάσκας.
Έπεσε πάνω στην εποχή που κάθε καρυδιάς καρύδι, ανέβαινε με ή χωρίς κομπόδεμα για να πιάσει την καλή, ο πυρετός του χρυσού είχε αρχίσει να ανεβαίνει, και ο Σταματάκης δεν φαινόταν ότι θα έχανε αυτή την ευκαιρία.
Βρήκε συμβόλαια από μερικά στρέμματα, αγόρασε και σύνεργα, από μπότες και ζεστά ρούχα μέχρι φτυάρια, τσάπες και κνισάρες. Ξεκίνησε να κοσκινίζει χώματα και να τσαλαβουτά σε ποτάμια.
Ο Έλληνας που δεν λογάριασε τίποτε στο πέρασμα του, κατάφερε στα γρήγορα να βρεί το πέτρωμα, που θα τον γέμιζε δολάρια.
Ο Σταματάκης δεν σταμάτησε εκεί, δαιμόνιος και ξεχωριστός, μυρίστηκε πως το χρήμα δεν ήταν στις άψυχες πέτρες, αλλά στους ανθρώπους, που με παθιασμένη αρρώστια, τις αναζητούσαν σαν λυσσασμένα κυνηγόσκυλα.
Με τα πρώτα χρήματα που έβγαλε άνοιξε πανδοχείο για τους χρυσοθήρες και η μια μπίζνα έφερνε στα γρήγορα την άλλη.
Ξενοδοχεία στο Τέξας, τη Πενσυλβάνια, τη Νέα Υόρκη και φυσικά την Αλάσκα, που συνέχισε να αγοράζει δικαιώματα ορυχείων και να ψάχνει, μάλλον από χόμπυ, αυτή τη φορά για κάθε είδους από πετρώματα, ασήμια, χρυσούς και κασσίτερο, όλα είναι κρυμμένα στα χώματα της Αλάσκας.
Όμως πεθαίνουν και οι πλούσιοι, και σαν ποκάψεις, σαν σβήσεις, σε μια στροφή, μόνο το κεφάλι σου, παίρνεις και κουβαλάς μαζί σου.
Δεν φαίνεται να μιλά πουθενά και σε κανέναν, για τον εαυτό του, βαρύ το φορτίο για τον Σταματάκη που, στα σίγουρα, τον προσκυνούν όλοι, αλλά εκείνος δεν κάνει νέα φαμίλια, ούτε περιμένει, όλα αυτά τα χρόνια, να γνωρίσει έρωτες και γλυκανάλατες, αλλόγλωσσες αγάπες.
Ο θάνατος ήρθε το 1922, ο άτιμος όπως πάντα στα ξαφνικά, πάνω που η περιουσία, του άγνωστου Έλληνα ξεπερνούσε τα 500.000.000 δολλάρια και παράτησε όλο το πλούτο, βορά στους επιτήδειους άσε που δεν μάθαμε ποτέ, αν του έκαναν τουλάχιστον μια κηδεία της προκοπής.
Τα χρόνια πέρασαν με τα κτήρια και οικόπεδα να αλλάζουν χέρια όμως το ρευστό, τα δολάρια να παραμένουν «φυλακισμένα», σε μια Γερμανική τράπεζα της Αλάσκας.
Μέχρι που μια Αθηναϊκή εφημερίδα, ο «Ελεύθερος Λόγος», έβγαλε το 1950, στον αφρό την ιστορία και ξεκίνησαν πάλι οι κληρονόμοι, να παρουσιάζουν, όλοι, τα «αδιάσειστα» στοιχεία τους, για την συγγένεια, περιμένοντας τη δικαίωση.
Επιχειρηματίες από τη Ρόδο, μια δασκάλα από την Κρήτη, ένας από τους περασμένους δημάρχους της Κάσου, ο στρατηγός Σταμάτης Μαυρικάκης, αλλά και διάφορες άλλες οικογένειες έβαλαν λυτούς και δεμένους, παρουσιάζοντας τον κροίσο σαν θείο, ξάδελφο ή γαμπρό τους.
Ένας μεγαλέμπορος από τη Ρόδο, παρουσίασε στοιχεία από τη πρώτη δίκη, που είχε γίνει το 1927, πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Σταματάκη, αλλά και πάλι δεν κατέληξαν πουθενά, αφού το Ιταλικό δικαστήριο δεν δικαίωσε κανέναν.
Όλοι ζούσαν το όνειρο, να κολυμπήσουν στα δύο τρισεκατομμύρια τετρακόσια δισεκατομμύρια δραχμές (2.400.000.000.000). Γράμματα, τηλεγραφήματα, δικηγόροι, κλήσεις και αντεγκλήσεις.
Ώσπου το προξενείο μας στον Άγιο Φραγκίσκο, με ένα λυτό τηλεγράφημα, παρουσίαζε άνθρακες το θησαυρό, σκέτες σκουριές ήταν ο χρυσός, δεν υπήρχαν χρήματα και η περιουσία είχε ήδη φαγωθεί.
Απόμεινε μόνο η πληροφορία, για τα πρώτα χρόνια, που ήθελε τη γυναίκα του, την όμορφη αμυγδαλομάτα Τουρκάλα που έκλεψε ο Σταματάκης, να μπαίνει σε Ορθόδοξο μοναστήρι, να γίνεται καλόγρια και να αφιερώνεται στο δικό μας Θεό.