Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Ο Κασιώτης ήρωας που έμεινε αφανής για 60 και πλέον χρόνια

Η δημοσιογραφική έρευνα αποκατέστησε έναν Κασιώτη αγωνιστή της Κατοχής
Της Ολγας Σελλα*


ΣΟΦΙΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Κρυμμένο στο Αιγαίο
εκδ. Πατάκης, σελ. 300
«Σύμφωνα με τα έθιμα της Κάσου, ο Μιχάλης, ως πρωτότοκος, θα κληρονομούσε το μαγαζί του πατέρα. Ηταν όμως φανερό από νωρίς ότι αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ. Η μεγάλη αγάπη του Μιχάλη ήταν η θάλασσα. Από μικρός ζωγράφιζε μόνο καράβια...». Ο Μιχάλης Κουτλάκης ούτε στο μαγαζί του πατέρα του δούλεψε, ούτε με τη θάλασσα καταπιάστηκε. Ηταν ένας από τους πολλούς αφανείς, που συνέδεσε τη ζωή του -και τον θάνατό του- με μία από τις πιο σημαντικές περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας: της Κατοχής και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Γεννήθηκε στην Κάσο το 1922 και άφησε την τελευταία του πνοή, με μια ομάδα ανταρτών στα βουνά της Φωκίδας, το 1943. Μόνο που αυτό η οικογένειά του -τ’ αδέλφια του, τ’ ανίψια του και οι φίλοι του στην Κάσο- το έμαθε πολλά χρόνια μετά. Με αφορμή μια δημοσιογραφική έρευνα που έγινε βιβλίο.

Η δημοσιογράφος Σοφία Παπαϊωάννου γνώρισε εντελώς τυχαία την ανιψιά αυτού του πατριώτη και ιδεαλιστή Κασιώτη. Κουβέντα στην κουβέντα έμαθε τα περιστατικά που αφορούσαν την προδοσία, τη σύλληψη και τη φυλάκισή του, ήρθε αντιμέτωπη με τη σιωπή της απουσίας του που στοίχειωνε από το 1943 την οικογένειά του. Και τότε λειτούργησε η δημοσιογραφική της πλευρά. Η Σοφία Παπαϊωάννου έκανε δύο χρόνια έρευνας, μίλησε με όσους γνώριζαν μικρές ή μεγαλύτερες λεπτομέρειες, άνοιξε ιταλικά και γερμανικά αρχεία, χτύπησε κουδούνια άγνωστων σπιτιών, αναζητώντας πρόσωπα από τα οποία περίμενε να της αποκαλύψουν μικρές λεπτομέρειες της διαδρομής του, πήγε στην Κάσο, περπάτησε στα ίδια μέρη που είχε περπατήσει κι ο ήρωας της ιστορίας και τελικά βρήκε τα ίχνη του σε μια βουνοκορφή της Φωκίδας, εκεί που έπεσε νεκρός από τα πυρά Γερμανών. Το περασμένο καλοκαίρι απομονώθηκε στο σπίτι της και έγραψε ένα βιβλίο. Τίτλος του, «Κρυμμένο στο Αιγαίο - Μια αληθινή ιστορία» που θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Πατάκης.

Ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι βλέπει ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ με πρωταγωνιστές όμως υπαρκτά πρόσωπα, που έτυχε να ζήσουν σε εποχές δύσκολες. Η Σοφία Παπαϊωάννου δεν καταγράφει απλώς μια τοπική ιστορία. Αναπαριστά και ζωντανεύει, γλαφυρά και ευαίσθητα, την εποχή, τις αξίες και τις σχέσεις των ανθρώπων. «Το βιβλίο ήταν μια εμπειρία που δεν ήθελα να τελειώσει. Ο Μιχάλης Κουτλάκης ήταν ένα παιδί που δεν ήξερα, ήρθα σ’ επαφή με συναισθήματα που δεν γνώριζα. Με βοήθησαν όμως τα μικρά πράγματα που μου εκμυστηρεύονταν οι Κασιώτες. Ηταν ένας παντελώς άγνωστος που ήθελα να τον αγαπήσουν όλοι». Πήγε πολλές φορές στο νησί, γνώρισε και συνδέθηκε όχι μόνο με τα μέλη της οικογένειας Κουτλάκη, αλλά και με άλλα πρόσωπα του νησιού. «Πριν ξεκινήσω να γράφω το βιβλίο, είχα μεγάλη αγωνία. Πώς θ’ αντιμετώπιζαν σήμερα εκείνα τα γεγονότα όσοι τα έζησαν ή οι απόγονοί τους; Τη μεγάλη ώθηση μου την έδωσε η οικογένεια, που ούτε για μια στιγμή δεν είδε εκδικητικά την αναζήτηση της αλήθειας».

Οση ώρα αφηγείται στιγμές από αυτή τη γοητευτική περιπέτεια, το πρόσωπό της φωτίζεται, συγκινείται, ενθουσιάζεται, θλίβεται. Αναβιώνουν τα συναισθήματα που ένιωθε όσο καιρό καταπιάστηκε μ’ αυτή τη γοητευτική ιστορία απλών ανθρώπων. Και δεν κρύβει ότι όταν το έγραφε είχε ξεσπάσει η οικονομική κρίση, κι ένιωθε ότι αφηγούμενη αυτή την ιστορία και γνωρίζοντάς μας αυτά τα πρόσωπα, θα μπορούσε να εμψυχώσει τους σημερινούς Ελληνες. «Αυτοί οι άνθρωποι είχαν πολλή αγάπη για τον τόπο τους. Και είναι παραδείγματα και στάση ζωής που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας αυτή την περίοδο». Ενα βιβλίο που δεν στοχεύει ούτε στην εύκολη συγκίνηση ούτε στη συνήθη διδαχή. Αφηγείται όμως, με τη λιτότητα και τη δύναμη της εικόνας, το πώς έζησαν οι Ελληνες των Δωδεκανήσων στα χρόνια της ιταλικής Κατοχής, και αναπαριστά στιγμές από την καθημερινή τους ζωή και όσα τους διαμόρφωσαν.

Μέρη και πρόσωπα αληθινά, άλλης εποχής
«Κάσος, 3 Απριλίου 1943

Δεν ξέρουμε ποια εσωτερική επιθυμία ώθησε τον Μιχάλη Κουτλάκη εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα του 1943 να ανέβει με την παρέα του στα Πλαούλια. Επιναν το κρασί τους στο καφενείο, στο λιμανάκι της Μπούκας. Το βλέμμα του Μιχάλη έπεφτε συχνά στην Ντογκάνα, το ιταλικό Τελωνείο. Ο Ιταλός τελώνης Ρουτζέρο Φράου βγαίνει στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου. Οι δύο άντρες κοιτάζονται στα μάτια. Ο Μιχάλης γυρίζει αυθόρμητα προς την παρέα του και λέει: “Πάμε για γλέντι στο αμπελόσπιτο στα Πλαούλια! ’’. Πολλοί θα πουν σήμερα ότι έπρεπε να τον είχαν αποτρέψει. Είχαν δει τα σημάδια. Εκείνη τη μέρα όμως κανείς δεν αντιστάθηκε στον Μιχάλη, τον γιο του δημάρχου. Η παρέα αφήνει πίσω τα τελευταία σπίτια στο Φρυ, το λιμάνι της Κάσου, και αρχίζει να ανεβαίνει το μονοπάτι ανάμεσα σε συκιές, αμυγδαλιές και αμπέλια...».

Οι Ιταλοί
«Οταν ο Μιχάλης επέστρεψε στην Κάσο, ο πατέρας του δεν δούλευε το μαγαζί. Στην Κατοχή οι Ιταλοί διέταξαν να κλείσουν τα εμπορικά καταστήματα και ανάγκασαν τους πέντε εμπόρους του νησιού να φτιάξουν έναν συνεταιρισμό που να πουλά τρόφιμα. Οι έμποροι προμηθεύονταν από ιταλικές αποθήκες στη Ρόδο μόνο την ποσότητα που αναλογούσε στους 1.400 κατοίκους του νησιού.

Το μαγαζί του έμπορα Βρεττού, λίγο πιο πάνω από το λιμάνι, στέγαζε τον συνεταιρισμό. Οι πέντε έμποροι είχαν το μονοπώλιο και οι Κασιώτες ψώνιζαν με δελτίο που μοίραζε ο Ιταλός διοικητής των καραμπινιέρων. “Με το δελτίο δε χόρταινε κανείς. Το αλεύρι ήταν 120 γραμμάρια το άτομο και ίσα που έφτανε για ένα μικρό ψωμάκι”, λέει σήμερα ο έμπορος Μανώλης Βρεττός. Οι Ιταλοί κράταγαν τα παιδιά το μεσημέρι στο σχολείο, για να τους δώσουν φαγητό από τον δικό τους επισιτισμό.

Είχαν στο Αρβανιτοχώρι μεγάλες αποθήκες με μακαρόνια, ρύζια και γαλέτες. Εβλεπαν παιδιά στον δρόμο και τους χάριζαν ψωμί και μαρμελάδα, που εκείνα είχαν χρόνια να δουν. “Πολλά παιδιά επέζησαν χάρη στους Ιταλούς”» λένε σήμερα οι Κασιώτες.

«Θα νικήσουμε»
«Την επόμενη μέρα, χαράματα, οι Ιταλοί βγάζουν μυστικά τον Μιχάλη από τη φυλακή, από την πόρτα του υπογείου στα βράχια. Ενα ιταλικό σκάφος περιμένει αρόδο. Οι Ιταλοί φωνάζουν τον ψαρά Νικήτα Παπαφίγκο να μεταφέρει τον κρατούμενο με τη βάρκα του. Βλέπει τον Μιχάλη να πλησιάζει με δυσκολία. Του έχουν δέσει τα πόδια με σκοινί και τα χέρια πίσω στην πλάτη. Ο Νικήτας θυμάται το αμούστακο αγόρι που έφευγε πριν από λίγα χρόνια όλο χαρά και όνειρα για το σχολείο στη Ρόδο. Ο Μιχάλης πηδά στη βάρκα. Οπως είναι δεμένος, παραπατά. Χάνει την ισορροπία του και πάει να πέσει. Ο Νικήτας τον συγκρατεί. Τον αγκαλιάζει και τον πιάνουν τα κλάματα. “Μη στεναχωριέσαι”, τον παρηγορεί ο Μιχάλης. “Θα νικήσουμε”». 

*Πηγή:εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 29/05/11