Ιστορία της Κάσου

1. Τοπογραφία

Η Κάσος είναι το νοτιότερο νησί των Δωδεκανήσων. Περιστοιχίζεται στο βόρειο τμήμα του από μικρά νησιά, τα Κασονήσια, τα οποία ο Στράβων εξαρτά από την Κάσο ως «εγγύς και υπήκοοι». Από τα ΒΔ συναντάμε τη Λύτρα, τα Πεντηκονήσια, τα Αρμάθια –από τα γυψωρυχεία τους οι Κάσιοι έβγαζαν γύψο που τον εξήγαγαν στα λιμάνια της Μεσογείου έως την Οδησσό–, τη Μακρά, η οποία αποτελεί φυσικό πρόσκομμα στους βόρειους ανέμους, το Κόσκινο ή νησί του Μαστρογιάννη και το Κουφονήσι. Στα δυτικά βρίσκεται η Πλάτη και τα Κούρικα και στα ανατολικά η Στρογγύλη.

2. Φυσικό περιβάλλον

Η Κάσος είναι ένα ορεινό, βραχώδες νησί, με λίγα οροπέδια και ελάχιστες πεδινές εκτάσεις που εντοπίζονται στο βόρειο τμήμα. Τα ψηλότερα βουνά του είναι ο Πρίωνας (583 μ.), το Σύσφι, το Αποκράνι ή Αϊ-Μάμας, ο Τρούσσουλλας, ο Προφήτης Ηλίας, ο Κόρακας και ο Περίολας. Χαρακτηριστικό στοιχείο της φυσικής διαμόρφωσης του νησιού είναι οι απόκρημνες ακτές του, χωρίς την παρουσία φυσικού λιμανιού. Σε αυτό το βραχώδες τοπίο ζουν και αναπαράγονται σπάνια είδη ζώων και φυτών. Η θαλάσσια περιοχή που περιλαμβάνει την Κάσο και τα Κασονήσια μέχρι τη Σαρία είναι σημαντική για τη διαβίωση της μεσογειακής φώκιας Monachus Monachus.

Η Κάσος είναι άνυδρο νησί. Κάθε σπίτι είναι εφοδιασμένο με μια δεξαμενή λαξευμένη στο βράχο με το όνομα «λατσία ή λασσία», ενώ στο παρελθόν, σε περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας, μεταφερόταν νερό από την Κάρπαθο.

Το νησί χωρίζεται παραδοσιακά σε τρεις γεωργοκτηνοτροφικές περιφέρειες: την Κάτω Γη, την Άνω Γη και τη Μέσα ή Πέρα Γη. Η Κάτω Γη είναι η κατοικημένη περιοχή του νησιού, με τα πέντε χωριά και τις περισσότερες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, όπου βόσκουν οικόσιτα ζώα. Άνω Γη ονομάζεται το Άργος, το μεγαλύτερο οροπέδιο του νησιού, ενώ η Πέρα (ή Μέσα) Γη βρίσκεται στη Μάρισα και περιλαμβάνει τα μητάτα. Σε αυτές τις δύο περιφέρειες γινόταν εναλλαγή καλλιέργειας και βοσκής κάθε δύο χρόνια, με αποτέλεσμα να υπάρχει η δυνατότητα της απαραίτητης αγραναπαύσης.

3. Οι οικισμοί της Κάσου

Η Κάσος διαθέτει πέντε οικισμούς συγκεντρωμένους στο βόρειο τμήμα του νησιού. Αυτοί είναι: το Φρυ, που είναι η πρωτεύουσα του νησιού, η Αγία Μαρίνα, η παλιά πρωτεύουσα και ο μεγαλύτερος οικισμός, το Αρβανιτοχώρι, στο κέντρο του νησιού, η Μπούκα, το παλιό πειρατικό καταφύγιο, ο Εμπορειός, το παλιό λιμάνι της Κάσου, το Πόλι και η Παναγία.

4. Το όνομα «Κάσος»

Εκτός από τον Όμηρο, ο Στράβων επίσης αναφέρει την Κάσο με το σημερινό της όνομα, καθορίζοντας μάλιστα επακριβώς τη θέση της. Ο Στέφανος Βυζάντιος γράφει ότι η Κάσος ονομαζόταν Άμφη –ίσως επειδή όποιος αντικρίζει το νησί από το βορρά νομίζει ότι είναι χωρισμένο στα δύο (αμφίς>Άμφη)– και Αστράβη, που σημαίνει σαμάρι, λόγω του σχήματός της. Ο Πλίνιος (V, 36) σημειώνει ότι η Κάσος ονομαζόταν κάποτε και Άχνη, γεγονός το οποίο οδήγησε στο συσχετισμό του ονόματος Κάσος με τη φοινικική λέξη ικάς (αφρός), επειδή τα κύματα του Καρπάθιου άφριζαν όταν χτυπούσαν πάνω στους βράχους του νησιού. Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι το νησί πήρε το όνομά του από τον Κάσο, τον πατέρα του Κλεόχου ή Κλεομάχου. Από την άλλη, σύγχρονοι ερευνητές θεωρούν ότι η προέλευση της λέξης «Κάσος», όπως και πολλών άλλων ονομάτων νησιών, είναι προελληνική.

5. Ιστορία

5.1. Προϊστορικοί χρόνοι – Αρχαιότητα

Η Κάσος ιστορικά είναι δεμένη με τις τύχες τόσο της γειτονικής Καρπάθου όσο και της Κρήτης κυρίως για λόγους εγγύτητας. Μαζί με την Κάρπαθο και τη Σαρία είχαν στρατηγική θέση, πάνω στον πολυσύχναστο θαλάσσιο δρόμο από τα βόρεια της Αφρικής προς τον Εύξεινο Πόντο, αποτελώντας ανέκαθεν σημαντικούς ναυτικούς σταθμούς για τα πλοία που ταξίδευαν από και προς την Αίγυπτο. Συγχρόνως, βρίσκονται στη μέση ενός φυσικού καναλιού ανάμεσα στη Ρόδο και την Κρήτη, δημιουργώντας μια φυσική γέφυρα ανάμεσα στην ανατολική Κρήτη και τη νοτιοδυτική Ανατολία. Είναι επομένως αυτονόητο ότι η Κάσος είχε τεράστια σημασία στα προϊστορικά και τα ιστορικά χρόνια ως εμπορικός και, μέχρι ένα βαθμό, πολιτισμικός σταθμός ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Στους Νεολιθικούς χρόνους και τα τρία νησιά πρέπει να αποτελούσαν ενδιάμεσους σταθμούς για πληθυσμούς που μετακινούνταν από τη Φοινίκη και τη δυτική Ανατολία στην Κρήτη και αντίστροφα.

Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα στην περιοχή του ασφαλούς φυσικού λιμένα Χέλαρτου της Μέσης και Ύστερης εποχής του Χαλκού (16ος-15ος αι. π.Χ.), με έντονα τα μινωικά στοιχεία, μαρτυρούν την ύπαρξη μόνιμης εγκατάστασης στην περιοχή, με στενές επαφές με την Κρήτη. Κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο, σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες αλλά και αρχαιολογικά κατάλοιπα, λειτούργησε ως σταθμός για τους εμπόρους του Αιγαίου στη ρότα του Λεβάντε και, στη συνέχεια, ο οικισμός μεταφέρθηκε στην οχυρή θέση Πόλι, όπου παρέμεινε και στη διάρκεια των ιστορικών χρόνων, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Στράβωνα. Τα ευρήματα κεραμικής που χρονολογούνται έως την Παλαιοχριστιανική περίοδο δηλώνουν τη συνεχή κατοίκηση της περιοχής.

Ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Β, 676 κ.ε.) περιλαμβάνει στον κατάλογο των νησιών που έστειλαν ναυτικές δυνάμεις εναντίον της Τροίας και την Κάσο:
«Οι δ’ άρα Νίσυρον τ’ είχον Κράπαθόν τε Κάσον τε
και Κων Ευρυπύλοιο πόλιν νήσους τε Καλύδνας…
τοις δε τριήκοντα γλαφυραί νέες εστιχόωντο».

Η Κάσος, κατά τους ιστορικούς χρόνους, κατοικήθηκε από Δωριείς και στη συνέχεια αποτέλεσε ανεξάρτητο κράτος, μέχρι την κατάληψή της από τους Πέρσες. Μετά τους Περσικούς πολέμους, η Κάσος συμμετείχε στην αθηναϊκή συμμαχία, όπως δηλώνει η παρουσία της στον κατάλογο των 62 πόλεων που κατέβαλαν τον καρικό φόρο στην αθηναϊκή συμμαχία. Σύμφωνα με αυτόν, τo 433 π.Χ. η Κάσος έδωσε 1.000 δραχμές. Το 2ο αι. π.Χ. η Κάσος περιήλθε στην κυριαρχία του ροδιακού κράτους μέχρι και τους Ρωμαϊκούς χρόνους, ακολουθώντας κοινή ιστορική πορεία με τη Ρόδο. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την Κάσο αυτήν την περίοδο είναι ελάχιστες.

Στη διάρκεια της Ρωμαϊκής και Παλαιοχριστιανικής περιόδου η κατοίκηση του νησιού φαίνεται πως μεταφέρθηκε στον Εμπορειό, όπως μαρτυρούν τα παλαιοχριστιανικά κατάλοιπα στην περιοχή.


5.2. Βυζαντινοί χρόνοι – Φραγκοκρατία

Στη Βυζαντινή περίοδο, ενώ η Ρόδος περιήλθε στο Θέμα των Κιβυρραιωτών, η Κάσος υπήχθη στο Θέμα Κρήτης. Το 1207, στο πλαίσιο της διανομής των εδαφών του βυζαντινού κράτους από τους νικητές της Δ΄ Σταυροφορίας, περιήλθε στην κατοχή των Βενετών, μέχρι το 1287, όταν μαζί με την Κάρπαθο καταλήφθηκε από τους Γενουάτες αδερφούς Moresco και στη συνέχεια (το 1306) ανακαταλήφθηκε από το Βενετό Andrea Cornaro. Αυτή την περίοδο φαίνεται πως και πάλι η Κάσος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη ναυτική και εμπορική κυριαρχία της Βενετίας.

5.3. Οθωμανική περίοδος

Το 1537 αποτέλεσε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Το επόμενο διάστημα φαίνεται ότι το νησί έγινε στόχος πειρατικών επιδρομών, με αποτέλεσμα να ερημωθεί, όπως μαρτυρούν οι περιηγητές που περνούσαν από εκεί το 1562. Λίγο αργότερα το νησί αποικίστηκε από τους Οθωμανούς και απέκτησε και πάλι ζωή. Στη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας, η Κάσος υπαγόταν στο σαντζάκι της Ρόδου, το οποίο βρισκόταν στη άμεση δικαιοδοσία και διοικητική αρμοδιότητα του Καπουδάν πασά. Στην πράξη αυτό συνιστούσε για την Κάσο μια δέσμη προνομίων, όπως η απαλλαγή από το παιδομάζωμα και την καταβολή φόρων, εκτός από την κατ’ αποκοπήν ετήσια εισφορά, καθώς και το καθεστώς αυτοδιοίκησης υπό κοσμικές δημογεροντικές αρχές. Εκκλησιαστικά το νησί ανήκε, μαζί με την Κάρπαθο, στη μητρόπολη Καρπάθου. Όλο αυτό το διάστημα η Κάσος γνώρισε ιδιαίτερη οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη, η οποία σχετίζεται ενδεχομένως με το ιδιότυπο προνομιακό καθεστώς της. Οι κάτοικοι ασχολούνταν συστηματικά με τη ναυτιλία και το εμπόριο, με αποτέλεσμα το 19ο αιώνα η Κάσος να πρωταγωνιστεί στην ποντοπόρο ναυτιλία της εποχής. Ταυτόχρονα, οι Κάσιοι ήταν γνωστοί για την ενασχόλησή τους με την πειρατεία. Οι επιχειρήσεις τους, που έφταναν μέχρι την Κρήτη, τη Ρόδο και την Κύπρο αλλά και μέχρι τις ακτές της Καραμανίας, της Συρίας και της Αιγύπτου, καθώς και οι ωμότητες που τις συνόδευαν, τους είχαν προσδώσει μεγάλη φήμη.

Οι Κάσιοι εξήγαγαν από τα Αρμάθια γύψο, ο οποίος μεταφερόταν στην Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα να αναπτύξουν επαγγελματικές σχέσεις με Έλληνες επιχειρηματίες της Πόλης. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του νησιού και των κατοίκων του από το Γάλλο περιηγητή Claude Etienne Savary, ο οποίος το 1779 πέρασε από την Κάσο και μιλά με θαυμασμό για την κοινωνική οργάνωση και το υψηλό επίπεδο του κασιώτικου πολιτισμού. Κατά τα Ορλωφικά, καταλήφθηκε από τους Ρώσους (1770-1774).

Η Κάσος ήταν η πρώτη από τα Δωδεκάνησα που συμμετείχε στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Απομακρυσμένη, ανέπτυξε μόνη της σημαντική δράση, μετατρέποντας τα εμπορικά πλοία του στόλου της σε πολεμικά και πραγματοποιώντας από τις αρχές Μαΐου του 1821 επιθέσεις εναντίον οθωμανικών πλοίων.

Ο «Θεμιστοκλής», η ναυαρχίδα του Ανδρέα Μιαούλη, ήταν ένα από τα κασιώτικα καράβια που διατέθηκαν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Η δράση των Κασίων την περίοδο αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική: Οι Κάσιοι πυρπόλησαν τέσσερα εχθρικά πλοία στο λιμάνι της Αττάλειας και πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην εξεγερμένη Κρήτη, από όπου Σφακιανοί πρόσφυγες κατέφυγαν στο νησί.

Μέχρι το ολοκαύτωμα, αποτέλεσε μέρος της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος και την έδρα της μιας από τις δύο επαρχίες στις οποίες ήταν χωρισμένα τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου, που αναφέρονταν ως Νότιες Σποράδες. Το 1824 η Κάσος ισοπεδώθηκε από τον αιγυπτιακό στόλο και ο πληθυσμός της αποδεκατίστηκε. Όσοι επιβίωσαν κατέφυγαν σε άλλα νησιά όπως η Νάξος, η Μήλος, η Σαντορίνη και η Αμοργός, και το νησί ερημώθηκε. Το 1834 μάλιστα οι Κάσιοι έστειλαν μία επιτροπή στο βασιλιά Όθωνα και του ζήτησαν την άδεια να ιδρύσουν οικισμό στο Ναυαρίνο, για να ασχολούνται ελεύθερα με τις ναυτιλιακές δραστηριότητές τους· το αίτημά τους όμως δεν έγινε αποδεκτό, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να μεταναστεύσουν στην Αίγυπτο. Το ελεύθερο ελληνικό κράτος πρόσφερε στους Κάσιους-θύματα του ολοκαυτώματος τη Μακρόνησο για εγκατάσταση. Οι τελευταίοι απέρριψαν την προσφορά και το 1840 τελικά επέστρεψαν στην πατρίδα τους, όπου και έχτισαν τη σημερινή πρωτεύουσα του νησιού, το Φρυ.


5.4. Το ολοκαύτωμα

Την άνοιξη του 1824 ο Ιμπραήμ, γιος του Μωχάμετ Άλι της Αιγύπτου, ορίστηκε διοικητής των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο και αποφάσισε να ενωθούν οι δυνάμεις του με αυτές που είχαν καταστείλει την εξέγερση στην Κρήτη. Η Κάσος έχοντας συμβάλει, με το στόλο της, στην επανάσταση της Κρήτης και καθώς στο νησί είχε καταφύγει ένα σώμα μάχιμων εξόριστων Κρητικών, αποτελούσε τον πρώτο στόχο των οθωμανικοαιγυπτιακών επιχειρήσεων. Στις 14 Μαΐου 1824 ο οθωμανικοαιγυπτιακός στόλος εμφανίστηκε για πρώτη φορά έξω από την Κάσο. Τρεις μέρες μετά αποχώρησε και στις 27 Μαΐου επανεμφανίστηκε ενισχυμένος. Παρά τις εκκλήσεις των Κασίων, η κεντρική κυβέρνηση δεν απέστειλε βοήθεια και οι κάτοικοι του μικρού νησιού έμειναν αβοήθητοι. Ύστερα από συνεχή βομβαρδισμό δύο ημερών, οι εχθροί πραγματοποίησαν απόβαση και στις 7 Ιουνίου η Κάσος καταλήφθηκε. Οι Κάσιοι αντιστάθηκαν σθεναρά και όσοι από αυτούς μπόρεσαν να διασπάσουν τις γραμμές των αντιπάλων κατέφυγαν στα βουνά ή σε άλλα νησιά. Ο ανδρικός πληθυσμός σφαγιάστηκε και δύο χιλιάδες γυναικόπαιδα εξανδραποδίστηκαν. Το ολοκαύτωμα αποτέλεσε ένα από τα γεγονότα-ορόσημα στην ιστορία του νησιού αλλά και της εξέγερσης του 1821. Σήμερα, η επέτειος του ολοκαυτώματος γιορτάζεται στο νησί με εκδηλώσεις μνήμης στις 6 και 7 Ιουνίου.

5.5. Μετεπαναστατική περίοδος

Με το Πρωτόκολλο του 1828, η Κάσος αναγνωρίστηκε ως τμήμα του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα τέθηκε υπό ελληνική διοίκηση. Την περίοδο αυτή το νησί γνώρισε μεγάλη οικονομική και πολιτισμική ακμή. Είναι χαρακτηριστικό ότι δύο φορές οι Κάσιοι ζήτησαν από τον Καποδίστρια βοήθεια για την επανίδρυση του σχολείου τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Έτσι, το 1829, αποφάσισαν να διαθέσουν χρήματα για την οικοδόμηση του δικού τους σχολικού κτηρίου. Ωστόσο, το πρώτο εκπαιδευτικό ίδρυμα λειτούργησε στην Παναγία μετά το 1843 και ακολούθησαν τα σχολεία το 1860 στο Φρυ και το 1866 στην Αγία Μαρίνα. Ταυτόχρονα, λειτούργησαν ιδιωτικά σχολεία και παρθεναγωγεία, ενώ το 1856 ιδρύθηκε η Ναυτική Σχολή του νησιού.

Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους (Πρωτόκολλο Λονδίνου, 1830) η Κάσος, όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, έμεινε εκτός των συνόρων του νέου κράτους και επανήλθε στην οθωμανική κυριαρχία. Οι Κάσιοι όμως δεν αποκόπηκαν από τον εθνικό κορμό και την κεντρική διοίκηση, αποστέλλοντας αντιπροσώπους σε όλες τις εθνοσυνελεύσεις και τα βουλευτικά σώματα έως το 1863.

Κατά τη Μετεπαναστατική περίοδο, η Κάσος, όπως και τα υπόλοιπα μικρά νησιά του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων, διατήρησε ένα σχετικό προνομιακό διοικητικό και φορολογικό καθεστώς, που συνίστατο στη δυνατότητα καταβολής των φόρων κατ’ αποκοπήν και αυτοδιοίκησης. Όλη αυτή την περίοδο η Κάσος ανήκε στο σαντζάκι της Ρόδου, που από το 1864 υπαγόταν στο βιλαέτι των Νησιών της Άσπρης Θάλασσας. Από τη δεκαετία του 1860, μετά και την προσπάθεια των Κασίων να βοηθήσουν τους επαναστατημένους Κρητικούς, το προηγούμενο προνομιακό καθεστώς αυτοδιοίκησης κρατήθηκε στην ουσία του και τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου εναρμονίστηκαν με το καθεστώς των υπόλοιπων επαρχιών της αυτοκρατορίας. Τότε παρατηρήθηκε και νέο κύμα μετανάστευσης προς την Αίγυπτο.

Τη δεκαετία του 1860 μεγάλος αριθμός Κασίων μετανάστευσε στην Αίγυπτο, προκειμένου να εργαστούν στη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ, αποτελώντας για μεγάλο χρονικό διάστημα τους κατεξοχήν πλοηγούς της διώρυγας. Στο Πορτ Σάιντ και στην Ισμαηλία (Timsah) άνθησαν σημαντικές κασιώτικες παροικίες, με έντονη οικονομική και πολιτιστική παρουσία στην Αίγυπτο του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Οι Κάσιοι έχουν τραγουδήσει την πληθυσμιακή αφαίμαξη του νησιού τους για την κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ: «Να τον να ζη ο Ντε Λεσέψ, είθε να τον δικάσω που σπίτωσε την έρημο κι ερήμωσε την Κάσο».

5.6. Ιταλοκρατία – Απελευθέρωση

Στις 12 Μαΐου 1912 ξεκίνησε για την Κάσο η μακρά περίοδος της ιταλοκρατίας. Ως το 1930, όπως και στα υπόλοιπα μικρά νησιά των Δωδεκανήσων, διατηρήθηκαν οι δημογεροντίες που εκλέγονταν από τους κατοίκους, καθεστώς που είχε κληροδοτηθεί από την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ συγχρόνως δεν υπήρξαν ιδιαίτερες μεταβολές στο καθεστώς των διοικητικών διευκολύνσεων και των φορολογικών απαλλαγών. Το 1930 έγινε προσπάθεια για την επιβολή ομοιόμορφου συστήματος διοίκησης.

Οι Κάσιοι της διασποράς στην Αθήνα, στην Αμερική, στην Αγγλία και την Αίγυπτο συμμετείχαν ενεργά στην κίνηση για την απελευθέρωση των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς και την ένωσή τους με το ελεύθερο ελληνικό κράτος, συστήνοντας οργανώσεις για το σκοπό αυτό. Η πρώτη σχετική δωδεκανησιακή οργάνωση ιδρύθηκε το 1917 στην Αθήνα με την επωνυμία Δωδεκανησιακός Σύλλογος Αθηνών, με πρόεδρο το Γεώργιο Μαυρολέοντα από την Κάσο. Στη δεκαετία του 1940 παρατηρήθηκε στα Δωδεκάνησα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα προς τον ελλαδικό χώρο, την Αίγυπτο και την Αμερική οφειλόμενο στην καταπιεστική πολιτική της ιταλικής διοίκησης αλλά και στην πτώση της ναυτιλίας και της σπογγαλιείας. Ένα από τα νησιά που επλήγησαν είναι και η Κάσος. Η ιταλική φρουρά του νησιού παρέδωσε τα όπλα στους Γερμανούς στις 12 Σεπτεμβρίου 1943, σηματοδοτώντας την ιδιαίτερα σκληρή για τον ντόπιο πληθυσμό περίοδο της γερμανικής κατοχής. Το 1948 πραγματοποιήθηκε η ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στο ελληνικό κράτος, μετά την οποία η Κάσος παρουσίασε μικρή πληθυσμιακή αύξηση.

6. Η κασιώτικη ναυτιλία και ναυπηγική

Η ενασχόληση των Κασίων με τη ναυτιλία οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός ότι το νησί είναι άγονο. Οι περισσότεροι κάτοικοι αρχικά ναυτολογούνταν ως απλοί ναύτες και στη συνέχεια γίνονταν καπεταναίοι που κυβερνούσαν καράβια. Το 18ο αιώνα η κασιώτικη ναυτιλία γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη: Οι Κάσιοι καπεταναίοι δραστηριοποιούνταν στην ανατολική Μεσόγειο και κυρίως στην περιοχή από την Αίγυπτο έως τη Μαύρη θάλασσα. Μετά το ολοκαύτωμα, οι Κάσιοι που επέζησαν κατέφυγαν σε γειτονικά νησιά, όπως η Νάξος, η Μήλος, η Σαντορίνη και η Αμοργός, και επέστρεψαν στο νησί τους, στα 1840 περίπου, μετά το τέλος των εχθροπραξιών. Εκεί, επιδόθηκαν στη ναυπηγική τέχνη, με αποτέλεσμα η Κάσος να θεωρηθεί ένα από τα σημαντικότερα ναυπηγικά κέντρα της ανατολικής Μεσογείου. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την πεντηκονταετία 1838-1888 ναυπηγήθηκαν στους ταρσανάδες του νησιού 350 σκάφη για λογαριασμό πλοιοκτητών από όλα τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου.

Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, οι συνθήκες μεταβλήθηκαν: Αυξήθηκε η χωρητικότητα των πλοίων και το λιμάνι της Σύρου μετατράπηκε στο μεγάλο εμπορικό και ναυτιλιακό κέντρο της εποχής, τον κυριότερο πόλο έλξης. Αποτέλεσμα ήταν η μετανάστευση των Κασίων στο νησί, όπου ανέπτυξαν πλούσια ναυτιλιακή δραστηριότητα και αναδείχθηκαν σε σημαντικό παράγοντα της εκεί κοινωνικής ζωής. Μάρτυρας της παρουσίας των Κασίων στη Σύρο την περίοδο αυτή είναι η συνοικία «Κασιώτικα» στον Άγιο Νικόλαο. Τα κασιώτικα πλοία μετέφεραν φορτία από τα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας, της Αζοφικής και το Δούναβη προς την Αίγυπτο, την ανατολική Μεσόγειο καθώς και προς τα γαλλικά και ιταλικά λιμάνια. Διέσχιζαν ακόμα και τον Ατλαντικό, φτάνοντας μέχρι την Αγγλία.

Με τη μετάβαση από το ιστίο στον ατμό, οι Κάσιοι αντιμετώπισαν δυσκολίες κατά την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα, σύντομα όμως κατόρθωσαν να εγκλιματιστούν και να γίνουν αρχικά πλοίαρχοι σε ατμόπλοια και στη συνέχεια ιδιοκτήτες τους, χρηματοδοτούμενοι από Συριανούς τραπεζίτες και Κωνσταντινουπολίτες εμπόρους. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Πειραιάς μετατράπηκε στο κέντρο δράσης της ελληνικής ναυτιλίας και οι Κάσιοι εφοπλιστές, ακολουθώντας τη γενική τάση, μετέφεραν τη δραστηριότητά τους εκεί και συντέλεσαν στο λεγόμενο «ναυτιλιακό θαύμα» της ελληνόκτητης ναυτιλίας του 20ού αιώνα. Μεγάλες οικογένειες εφοπλιστών, όπως η οικογένεια Κουλουκουντή, διέπρεπαν στο χώρο της ελληνόκτητης ναυτιλίας σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Η συμμετοχή των κασιώτικων πλοίων στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο στοίχισε στην κασιώτικη ναυτιλία. Με την έναρξη όμως του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου οι Κάσιοι εφοπλιστές είχαν ήδη αναπτύξει ένα εκτεταμένο δίκτυο με κέντρα το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη. Η ακμή της κασιώτικης εμπορικής ναυτιλίας συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα οι Κάσιοι εφοπλιστές να κατέχουν περίπου το ένα τρίτο του ελληνικού εμπορικού στόλου.

7. Η παροικία στην Αίγυπτο

Η κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ αλλά και οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι πλοιοκτήτες της Κάσου με την αντικατάσταση των ιστιοφόρων από τα ατμόπλοια ώθησαν πολλούς κατοίκους του νησιού να μεταναστεύσουν στην Αίγυπτο, όπου και δημιούργησαν ανθηρή παροικία στην παραλία του Πορτ Σάιντ, το οποίο οι ίδιοι οι Κάσιοι ονόμαζαν Πόρτο ή Κάβο Πουλιό. Υπολογίζεται ότι οι Κάσιοι μετανάστες που εγκαταστάθηκαν εκεί ανέρχονται στους 5.000. Αρχικά, οι συνθήκες διαβίωσης στην Αίγυπτο για τους Κάσιους ήταν δύσκολες, σύντομα όμως βελτιώθηκε η κατάσταση. Η εταιρεία της διώρυγας του Σουέζ, έπειτα από απεργίες των εργατών, αύξησε τα ημερομίσθια και παραχώρησε στους Κάσιους οικόπεδα, προκειμένου να χτίσουν τα σπίτια, τα σχολεία και τις εκκλησίες τους στην περιοχή που ονομάστηκε «Χωράφα». Στη συνέχεια οι Κάσιοι ίδρυσαν ένα νέο οικισμό, τη «Νέα Χωράφα». Το 1917 ιδρύθηκε η «Ελληνική Αδελφότητα των εν Αιγύπτω Κασίων» αρχικά με 300 μέλη, που ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα.

8. Αρχαιολογικοί χώροι

8.1. Χέλατρος

Κοντά στο λιμάνι Χέλαρτος, στα νότια του νησιού, έχουν βρεθεί επιφανειακά ευρήματα μινωικού χαρακτήρα (16ος-15ος αι. π.Χ.).

8.2. Αρχαία ακρόπολη

Στο Πόλι, στο λόφο του Κάστρου, στη θέση του αρχαίου οικισμού της Κάσου, είναι εμφανές το οχυρωματικό τείχος στην ανατολική πλευρά της αρχαίας ακρόπολης. Από την ακρόπολη πλακόστρωτη οδός οδηγούσε στο αρχαίο λιμάνι Εμπορειός.

8.3. Σπήλαιο Ελληνοκαμάρας στην Αγία Μαρίνα

Βρίσκεται στη βόρεια βραχώδη πλαγιά του όρους Προφήτης Ηλίας. Στο σπήλαιο έχουν βρεθεί κατάλοιπα της Μυκηναϊκής και Μέσης Μινωικής εποχής, ελληνιστικά και ρωμαϊκά, καθώς και επιγραφές της Γραμμικής Α΄ και Β΄. Η είσοδος του σπηλαίου είναι οχυρωμένη με τείχος που τοποθετείται χρονικά στην Ελληνιστική περίοδο.

8.4. Άλλοι αρχαιολογικοί χώροι

Στις θέσεις Oφρύς (Φρυ) και Xέλαρτος εντοπίζονται άλλες εγκαταστάσεις των ιστορικών χρόνων, ενώ μπορεί κάποιος να διαβάσει αναθηματικές επιγραφές ναυτικών χαραγμένες στο βράχο στη θέση Eλληνικά Γράμματα. Στον Εμπορειό ο ναός της Γέννησης της Θεοτόκου βρίσκεται στη θέση παλαιοχριστιανικής βασιλικής με βαπτιστήριο, όπου εντοπίζονται σπαράγματα ψηφιδωτού δαπέδου. Μπροστά στο παρεκκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, μεταξύ Φρυ και Εμπορειού, υπάρχει παλαιοχριστιανικό ψηφιδωτό δάπεδο.

9. Μουσεία

9.1. Αρχαιολογική Συλλογή (Μουσείο) Κάσου

Σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο του παλιού δημαρχείου του Φρυ στεγάζεται η αρχαιολογική συλλογή της Κάσου, καθώς και εκθέματα από την περίοδο της Επανάστασης του 1821.

9.2. Λαογραφικό Μουσείο Κάσου

Το Λαογραφικό Μουσείο της Κάσου στεγάζεται σε μια παλιά οικία στο Αρβανιτοχώρι. Δύο δωμάτια του παραδοσιακού κασιώτικου σπιτιού, το υπνοδωμάτιο και η σάλα, αναπαριστούν τη ζωή και φιλοξενούν αντικείμενα καθημερινής χρήσης.

10. Παραδοσιακή αρχιτεκτονική

Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Κάσου είναι σχεδόν πανομοιότυπη με αυτήν της Καρπάθου, καθώς στο νησί εργάστηκαν σχεδόν αποκλειστικά οι περίφημοι Καρπάθιοι τεχνίτες. Έτσι, και στην Κάσο συναντάμε την απλή μονόχωρη κατοικία με τη μικρή αυλή, στολισμένη με το «χοχλάκι», το ασπρόμαυρο βότσαλο. Η εσωτερική του διάταξη ανταποκρίνεται στις λειτουργικές ανάγκες της καθημερινότητας, με χαρακτηριστική την παρουσία του σουφά, όπου κοιμόταν η οικογένεια, και την παράταξη περίτεχνων πιάτων πάνω σε ξύλινα ράφια στους τοίχους. Παρά τη μακρά περίοδο της ιταλοκρατίας στο νησί, και σε αντίθεση με τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, η ιταλική αρχιτεκτονική περιορίζεται στο κτήριο του Διοικητηρίου, όπου σήμερα στεγάζονται όλες οι δημόσιες υπηρεσίες. Εντύπωση προκαλεί σε ορεινές περιοχές της Κάσου η ύπαρξη των μητάτων, αυτοσχέδιων θολωτά ξηρολιθικών κτισμάτων που λειτουργούσαν ως εφήμερες κατοικίες για τους βοσκούς· τα κτίσματα αυτά τα συναντούμε και στην Κρήτη.

11. Η μουσική παράδοση της Κάσου

Η πλούσια μουσική παράδοση της Κάσου έχει καταγραφεί το 1928 στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου από το Νικόλαο Μαυρή στο έργο «Δωδεκανησιακή Λύρα», με τη συμβολή του Μανώλη Καλομοίρη. Εκεί, έχουν συγκεντρωθεί 63 σκοποί, οι οποίοι δηλώνουν τη στενή συγγένεια με την κρητική μουσική, τις επιρροές από άλλες μουσικές παραδόσεις, όπως η καρπαθιακή, αλλά και ένα ιδιαίτερο, ποικιλόμορφο ύφος που παραπέμπει στη βυζαντινή μουσική. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην εκτέλεση των κασιώτικων σκοπών έχει η κασιώτικη λύρα. Διαβάστε Περισσότερα...