Μια διαδρομή που πρέπει οπωσδήποτε να κάνετε με το σκάφος σας, πριν φύγετε απ' την Κάσο, είναι ο περίπλους τού νησιού. Φροντίστε να έχετε επάρκεια σε καύσιμα, και επιχειρήστε τον κύκλο ξεκινώντας κατά προτίμηση δεξιόστροφα. Το νότιο τμήμα τής Κάσου ζει στούς δικούς του ρυθμούς, χωρίς οικισμούς και δρόμους. Με σπηλιές, γεράκια και αγριοπερίστερα που κρύβονται σε σχισμές απόκρημνων βράχων. Με τον αέρα να κατρακυλά απ' τις βουνοκορφές και να σέρνει το δικό του τρελλό χορό με το κύμα. Ενας τόπος ευλογημένος, άγριας ομορφιάς, που κλέβει και τα τελευταία υπολείμματα τής ψυχής. Με τον μεγάλο φυσικό κόλπο τής Χελάτρου, το Αυλάκι, τα Όμπατα, τα Θυρά, τη Χράμπα. Την απεραντωσύνη τού βαθυγάλανου Λιβυκού, τούς χοχλιούς (σαλιγκάρια τής θάλασσας) και τις παντελίες (πεταλίδες) που με δυσκολία θα εγκαταλείψουν το σφιχταγκάλιασμά τους με τα βράχια κάτω από την πίεση τού μαχαιριού.
Το πιο απάνεμο αραξοβόλι πάντως στις νότιες ακτές τής Κάσου είναι το Βαθύ Αυλάκι. Είναι ουσιαστικά ο τελευταίος κόλπος, μετά τον κόλπο τής Χελάτρου, καθώς πλέετε δυτικά. Η ανυπαρξία ψηλών βουνών πίσω από τον όρμο αυτό, δεν ευνοεί το σχηματισμό "κατεβασιάς" και, συνεπώς, ο Μαίστρος είναι πιο ήπιος, σε σημείο που θα σάς επιτρέψει να σύρετε το σκάφος σας ακόμη και μέχρι την παραλία. Αφήνοντας πίσω σας το Βαθύ Αυλάκι θα μπείτε στο πιο δύσκολο ισως τμήμα τής διαδρομής. Το ανέβασμα τού κάβου Αυλάκι και το πέρασμα μεταξύ τών βραχονησίδων Κούρικα και Πλάτης. Όταν καβατζάρετε τα νησιά αυτά θα πάρετε τον καιρό δευτερόπρυμα και θα μπείτε στην τελική ευθεία τής επιστροφής σας στο Φρυ. Προσοχή μόνο στα ψηλά αντιμάμαλα, μέχρις ότου πλησιάσετε στην περιοχή τού Αντιπέρατου και τού Αγ. Κωνσταντίνου, οπότε το φυσικό "τείχος" τών Αρμαθιών και τής Μακράς θα εξομαλύνει την κατάσταση.
Το Πόλι υπήρξε η αρχαία πρωτεύουσα τής Κάσου και έχουν βρεθεί εδώ ίχνη ακροπόλεως και αρχαίοι τάφοι. Πάνω από την είσοδο ενός ανεμόμυλου βρέθηκαν επίσης εντοιχισμένο μαρμάρινο ανάγλυφο, που παριστάνει τον Απόλλωνα ή κάποιον έφηβο, καθώς μαύρα και ερυθρά αγγεία, λήκυθοι και επιτύμβιοι λίθοι. Η θέα τών άλλων οικισμών τής Κάσου από δω είναι πανοραμική. Τα στενά ανηφορικά δρομάκια, που χάνονται ανάμεσα στα ασπρισμένα σπίτια, είναι σημείο αναφοράς για τούς ρομαντικούς. Το Πόλι είναι ο λιγότερο διαφημισμένος οικισμός τής Κάσου και ο λιγότερο δημοφιλής, ίσως λόγω τής απόστασης που τον χωρίζει από τη θάλασσα. Εχει όμως, χωρίς αμφιβολία, το δικό του χρώμα, με τα περιποιημένα σπίτια του, τα αμπέλια, τις ροδιές, τα σύκα του, τη γλυκειά μοναξιά του. Ο ασφάλτινος δρόμος ξεκινάει από δω για να καταλήξει στο μοναστήρι τού Αη Μάμα, αφού περάσει πρώτα από τη διασταύρωση προς το ξωκκλήσι τής Αγίας Κυριακής που κατέχει τα πρωτεία από άποψη θέας.
Θα πρέπει πάντως, αν έχετε σκοπό να διανυκτερεύσετε εδώ, να ζητήσετε πρώτα το κλειδί κάποιου κελλιού από τη Μαυρίνα, που μένει στο Πόλι ( 22450 41037 ). Μπορείτε επίσης να κάνετε χρήση τών σκευών τής πλήρως εξοπλισμένης κουζίνας, που διατηρείται χάρις στο ενδιαφέρον τής Μαυρίνας (το κλειδί είναι συνήθως πάνω στην πόρτα), και να προετοιμάσετε ένα πρόχειρο φαγητό με τα τρόφιμα που θα έχετε φροντίσει να φέρετε μαζί σας. Υπάρχει κι' εδώ λασία με βρόχινο νερό, το οποίο μάλιστα φημίζεται για την καθαρότητά του, σε σημείο που οι Κασιώτες δεν έχασαν την ευκαιρία να πάει χαμένη και σκάρωσαν αυτοσχέδιες μαντινάδες, όπως η ακόλουθη.
" Τού Αη Μάμα το νερό, βρέχει δε βρέχει, τρέχει
κι' αυτός που θα ξενητευθεί παρηγοριά δεν έχει".
Το Αρβανιτοχώρι απέχει από το Φρυ λιγότερο από δύο χιλιόμετρα. Είναι το χωριό με τα δύο πρόσωπα. Τα καλοδιατηρημένα Κασιώτικα αρχοντικά και καπετανόσπιτα, και λίγο πιο κει τα ερείπια. Οι πράσινες αυλές, αλλά και η καταστροφή που άφησαν πίσω τους οι θεομηνίες τών δεκαετιών τού '80 και τού '90. Μην παραλείψετε, αν περάσετε βράδυ από δω, να δοκιμάσετε τα σουβλάκια που ψήνονται στη μικρή υπαίθρια ψησταριά, εκεί που στενεύει ο δρόμος αριστερά, μπαίνοντας στη μικρή πλατεία τής Μαρούκλας. Θέλετε δεν θέλετε άλλωστε, θα σάς σταματήσει η μυρωδιά! Στο Αρβανιτοχώρι ορθώνεται το πιο όμορφο και επιβλητικό ίσως καμπαναριό τής Κάσου. Το καμπαναριό τής εκκλησίας τού Αη Δημήτρη.
Η Αγία Μαρίνα, που υπήρξε παλαιότερα πρωτεύουσα τής Κάσου, είναι ο μεγαλύτερος οικισμός τού νησιού και οι συνοικίες της απλώνονται στην κορυφή τών λόφων πάνω από το Φρυ. Κάποιες από αυτές αγναντεύουν το ανατολικό Κρητικό και τ' Αρμάθια, κάποιες άλλες την Κάρπαθο και τούς υπόλοιπους οικισμούς τής Κάσου. Υπάρχουν κι' εδώ μερικά εμπορικά καταστήματα και καφενεία, αν και είναι ελάχιστα σε αριθμό μπροστά σ' αυτά που υπάρχουν στο Φρυ.
Περνώντας τα δυτικά όρια τού οικισμού, πίσω από την εκκλησία τού Αγίου Φανουρίου, ένα μονοπάτι οδηγεί στο σπήλαιο τής Ελληνοκαμάρας. Πρόκειται για σπήλαιο τής παλαιολιθικής εποχής, η είσοδος τού οποίου είναι οχυρωμένη με τείχος που χρονολογείται από τον δεύτερο ή τρίτο αιώνα, και αποτελείται από τεράστιους μονοκόμματους λίθους πάχους 1,5 μέτρων. Εικάζεται ότι το σπήλαιο τής Ελληνοκαμάρας υπήρξε τόπος λατρείας. Σε πιο πρόσφατες εποχές χρησίμευσε σαν καταφύγιο, καθώς έχει κανείς από αυτό την δυνατότητα να ελέγχει μεγάλο μέρος τής γύρω περιοχής, ενώ η είσοδος τού σπηλαίου δεν είναι ορατή, παρά μόνο αν πλησιάσει κανείς πολύ κοντά. Μέσα στο σπήλαιο έχει ανακαλυφθεί Γραμμική Γραφή Α' και Β΄, ενώ οι πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες έφεραν στο φως διάφορα ευρήματα, ανάμεσα στα οποία και νομίσματα τα οποία εκτίθενται στο μουσείο τών Χανίων Κρήτης.
Αλλο ένα σπήλαιο όμως είναι σημαντικό, αν και η παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος και προστασίας εκ μέρους τών αρμοδίων, απειλεί τον σταλακτιτικό και σταλαγμιτικό του διάκοσμο με εξαφάνιση! Ευτυχώς που η πρόσβαση σ' αυτό είναι σχετικώς δύσκολη και ο εντοπισμός τής εισόδου του σχεδόν αδύνατη, αν δεν επιδειχθεί σ' αυτόν που θέλει να το επισκεφθεί η ακριβής τοποθεσία του. Το σπήλαιο βρίσκεται δυτικά και κάτω από το λόφο τού Προφήτη Ηλία, αλλά η σχετική πινακίδα παραμένει σε λάθος σημείο, αποπροσανατολίζοντας τον επισκέπτη! Δυστυχώς, κάποιοι ανεγκέφαλοι, θέλοντας ίσως να καμαρώσουν ότι "ήταν κι' αυτοί εκεί", ή για να στολίσουν κάποια γωνία τού σπιτιού ή τού γραφείου τους, αφαιρούν κομμάτια από τούς σταλακτίτες, καταστρέφοντας σε μια στιγμή αυτό που η Φύση χρειάστηκε εκατομμύρια χρόνια για να δημιουργήσει...
Ο οικισμός τής Παναγίας μονοπωλεί σχεδόν το ενδιαφέρον τών επισκεπτών τού καλοκαιριού με το πανηγύρι τού Δεκαπενταύγουστου. Δύο μέρες κρατάει η γιορτή και όμοιά της δεν έχει ίσως να επιδείξει ολόκληρη η Ελλάδα! Μια παράδοση που οι ηλικιωμένοι Κασιώτες προσπαθούν να μεταλαμπαδεύσουν στούς νέους τού νησιού. Όλοι είναι παρόντες, και οι εθελοντές, γυναίκες, άνδρες και παιδιά, βοηθούν ώστε να είναι όλα έτοιμα την ημέρα τής μεγάλης γιορτής. Οι γυναίκες καθαρίζουν τις πατάτες, τα κρεμμύδια, τη ζύμη για τα κεφτεδάκια και τούς ντουρμάες, ράβουν τα μπουστιά. Οι άνδρες σκεπάζουν τις αυλές με τεράστιες τέντες από καραβόπανο, βάζουν φωτιά κάτω από τα μεγάλα μαντροκάζανα, κόβουν και ψήνουν το κρέας, το πιλάφι, τούς ντουρμάες και τις πατάτες. Τα πειράγματα δίνουν και παίρνουν, ενώ οι πρώτοι μεζέδες και οι μπύρες δίνουν κουράγιο στούς εργάτες για τη συνέχεια. Οι νεαροί μεταφέρουν τον πάγο για τα αναψυκτικά και τις μπύρες, στήνουν τα τραπέζια και τούς πάγκους. Ολοι είναι σε εγρήγορση.
Μετά το τέλος τής Θείας Λειτουργίας, και την έκθεση τής εικόνας τής Παναγιάς στο προαύλιο τού ναού, πάνω από δύο χιλιάδες προσκυνητές θα αρχίσουν να στριμώχνονται για να πάρουν θέση στη σάλα όπου θα προσφερθεί το φαγητό. Ρύζι βρασμένο στο ζωμό τού κρέατος πασπαλισμένο με κανέλλα, κρέας, ντουρμάες και χονδροκομμένες πατάτες τηγανητές, "στολισμένες" με χονδρό αλάτι απ' τ' Αρμάθια. Ενα πιάτο που θα το ζήλευαν ακόμη και τα καλύτερα εστιατόρια! Και μετά αρχίζουν οι λύρες, τα λαούτα, οι μαντινάδες, η σούστα κι' ο ζερβός, που θα κρατήσουν μέχρι τις πρωϊνές ώρες! Και την άλλη μέρα πάλι τα ίδια! Και να οι μεζέδες με τα κεφτεδάκια, να τα μπουστιά, τα συκωτάκια και το κρασί να έχουν την πρωτοκαθεδρία.
Εκεί που κάθεται ο Νεκτάριος, η γρήγορη κατανάλωση μπύρας και τα "απομεινάρια" τού πρώτου γλεντιού δεν θα αργήσουν να φέρουν τις πρώτες αυτοσχέδιες μαντινάδες στα χείλη όσων συμμετέχουν. Θα τούς τραβήξουν έξω, σχεδόν με τη βία, για να συνεχίσουν το ξεφάντωμα στην αυλή, όπου θα μαζευτούν όλοι μετά το φαγητό. Ενα γλέντι που θα κρατήσει όλη την ημέρα, μέχρι το επόμενο χάραμα, ανάμεσα σε μεζέδες, πειράγματα, κεράσματα και κατανάλωση μπύρας και κρασιού.
Ας μιλήσουμε όμως τώρα λίγο για... φαγητό! Η κασιώτικη κουζίνα χαρακτηρίζεται από μια ποικιλλία που ξεπερνά κατά πολύ όσα συνήθως παράγει ένας μικρός και άγονος τόπος. Η επαφή τών κατοίκων τού νησιού με τον έξω κόσμο (Κρήτη, λοιπά Δωδεκάνησα, αστικά κέντρα, Αίγυπτος, Αμερική, Μ. Ασία, Ιταλία, Κωνσταντινούπολη, επιρροές από ξενιτεμένους ναυτικούς) έδωσαν στη κουζίνα της συνταγές που δύσκολα συναντά κανείς ακόμη και σε πολύ μεγαλύτερα νησιά.
Όπως άλλωστε και όλες οι κουζίνες τής περιοχής, η πρώτη, και ίσως η πιο κυρίαρχη επιρροή, αφορά τη γενικότερη συνήθεια που συναντάται στις περισσότερες κουζίνες τής Ανατ. Μεσογείου, και έχει να κάνει με το «γέμισμα». Γεμιστό αρνί για το Πάσχα, αλλά και γεμιστό κοτόπουλο ή γαλοπούλα για άλλες περιστάσεις, με γέμιση που ονομάζουν εδώ «πασπαρά» (ρύζι, κρεμμύδι, συκώτι, μπαχαρικά, ντομάτα, κ.λπ.). Ακόμη, στην Κάσο, και ιδίως στο πανηγύρι τού Δεκαπενταύγουστου, μαζί με τα μικροσκοπικά κεφτεδάκια, μαγειρεύουν και τα λεγόμενα "μπουστιά". Γεμιστά εντόσθια με συκώτι, ρύζι και μπαχαρικά, που τα ράβουν και τα ψήνουν στα μαντροκάζανα.
Στην Κάσο θα έχει επίσης ο επισκέπτης την ευκαιρία να γευτεί γεμιστά ζαρζαβατικά, νηστίσιμα ή με κιμά, ακόμη και γεμιστούς ανθούς κολοκυθιών, τα «κολοκυθοπούλια». Στην κατηγορία αυτή ανήκουν φυσικά και οι θρυλικοί κασιώτικοι "ντουρμάες" (ντολμαδάκια). Ίσως τα νοστιμότερα και σίγουρα τα... μικρότερα που μπορεί να συναντήσει κανείς στον κόσμο! Μπορεί ακόμη να δοκιμάσει λαχανοπίτια, γεμιστά γλυκά, «τούρτες» τού Πάσχα, πιτάκια με γέμιση ανθότυρο και μπαχαρικά, «μοσχοπούγκια» με γέμιση από αμύγδαλα και καρύδια, ξυλικόπιτες και άλλα.
Είναι πολύ πιθανό η κουζίνα τής Κάσου να επηρεάσθηκε από την ιταλική, γιατί στην Κάσο μαγειρεύουν φαγητά όπως το «φακόρυζο». Εδώ αξίζει να μνημονεύσω τις εκπληκτικές κασιώτικες «μακαρούνες» (ζυμαρικά που φτιάχνονταν παλιά στο χέρι) και σερβίρονται με καβουρντισμένο κρεμμύδι και «σιτάκα». Φαγητό των βοσκών, που φτιάχνει αρκετά συχνά και κάθε Κασιώτισσα στην κουζίνα της, χρησιμοποιώντας όμως πια τις πένες τού εμπορίου. Το φαγητό αυτό μοιράζεται κατ' εξαίρεση σαν κοινό γεύμα στο πανηγύρι του Χριστού (λόγω νηστείας) στις 6 Αυγούστου.
Η μακρόχρονη παρουσία πολλών Κασιωτών στην Αίγυπτο, πλούτισε την κουζίνα τού νησιού με πικάντικες γεύσεις και εξωτικά φαγητά. Αυτό όμως που τελικά φαίνεται να κατασταλάζει είναι οι διάφορες έμμεσες προσμίξεις στο πιλάφι, στις σούπες κ.λπ. Πολλά αιγυπτιακά φαγητά, όπως η «μολοχία» και η «ταχινία», μαγειρεύονται ακόμη σε πολλά κασιώτικα σπίτια, κυρίως αυτά τών Κασιωτών τής Αιγύπτου ή σε συγκεκριμένα εστιατόρια τού νησιού.
Όπως σε κάθε νησιώτικη κουζίνα, έτσι κι εδώ έχουν σημαντική θέση τα φαγητά που γίνονται με θαλασσινά. Χαρακτηριστικότερο ίσως όλων ο γεμιστός σκάρος, ο σκάρος γιαχνί στην κατσαρόλα, και το «σουπιοπίλαφο», που μαγειρεύεται με μελάνι φρέσκιας σουπιάς! Ίσως ένα από τα πιο... μαύρα πιάτα στην παγκόσμια κουζίνα, αλλά και από τα πιο νόστιμα!
Αξίζει ακόμη να μνημονεύσω τις «κουλούρες», τα τραγανά διπλοφουρνιστά κουλούρια, κατάλληλα για κολατσιό, καφέ ή τσάι, και τα "λαχανοπίτια". Δεν θα μπορούσα ακόμη να μην πω, δύο λόγια έστω, για το «ροΐκιο». Το είδος εκείνο αγριόχορτου που οφείλει το όνομα του στην ομοιότητά του με το ραδίκι, που το μαζεύουν οι Κασιώτες με πολύ κόπο και το βάζουν στην «άρμη», για να μαγειρευτεί μετά από καιρό, κυρίως σαν «ροΐκιο γιαχνί». Το χόρτο αυτό έχει στενή συγγένεια με το "σταμναγκάθι" τής Κρήτης. Αλλά και μένουλες παστώνουν στη Κάσο, και τις σερβίρουν με λάδι και λεμόνι. Χαρακτηριστικά κασιώτικα τυριά είναι το αλμυροτύρι, η «ελαϊκή» και η «σιτάκα», που φτιάχνουν οι βοσκοί από γάλα αιγοπροβάτων.
Την κουζίνα του νησιού πλουτίζουν σίγουρα, με τη φαντασία αλλά και τις γνώσεις τους, εκτός από τις νοικοκυρές, και οι επαγγελματίες μάγειροι τών καραβιών και τών εστιατορίων τής Αμερικής, οι οποίοι προσφέρουν τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους όταν βρίσκονται στο νησί, κυρίως δε στην οργάνωση τών κοινών γευμάτων τών προσκυνητών στα πανηγύρια τών αγίων και στους γάμους, όπου πρέπει να ετοιμασθεί φαγητό, πολλές φορές για περισσότερους από χίλιους προσκυνητές ή καλεσμένους.
Όλες λοιπόν οι προσμίξεις συναντώνται μέσα στο πιάτο αυτό που περιέχει λίγο απ' όλα: νοστιμότατο κόκκινο πιλάφι, βρασμένο με το ζωμό τού κρέατος και πασπαλισμένο με κάνελλα, ντουρμάες, πατάτες τηγανητές και κρέας, πολλές φορές κομμένο σε φέτες που στο κόψιμο και το σερβίρισμα συναγωνίζεται τα καλύτερα εστιατόρια...
Αν ποτέ βρεθείτε στην Κάσο, προσπαθήστε να επισκεφθείτε τις στάνες τών βοσκών της, τα «μιτάτα». Εκτός από τα τυριά που προανέφερα, αν είστε τυχεροί θα δοκιμάσετε «δρύλλα» (αγνό καϊμάκι), ή και νοστιμότατες κρέμες από αλεύρι («αλευρά» ή «αλευρόαλη»). Νοστιμότατο αλλά και σπανιότατο είναι και το βούτυρο της Κάσου, το λεγόμενο «καούλι». Είναι κατεργασμένο καϊμάκι που ο βοσκός επεξεργάζεται μέσα σε ειδική θήκη δέρματος. Είναι τόσο νόστιμο ώστε η λαϊκή μούσα δεν παραλείπει να το εκθειάσει:
«Ω βούτυρε κασιώτικε, σαν είσαι με το μέλι
τίνος θα σε προσφέρουσι να πει πως δε σε θέλει».
Η Κάσος που, όπως είπε κάποτε ο Νικόλας Μαστροπαύλος, "όταν φτάνει κανείς για πρώτη φορά σ' αυτήν απορεί γιατί την αγαπούν τόσο πολύ οι κάτοικοί της, και όταν φεύγει απορεί γιατί την αγάπησε κι' ο ίδιος"! Η Κάσος που παραμελείται συστηματικά από την Πολιτεία, χωρίς να τής αξίζει.