Αρχαιολόγος.
Η Κάσος βρίσκεται μεταξύ του ανατολικότερου άκρου της
Κρήτης – κάβο Σίδερο – και του νοτιότερου άκρου της Καρπάθου, πάνω στο ναυτικό
πέρασμα από και προς τις βόρειες ακτές της Αφρικής, τον Ελλήσποντο και τη Μαύρη
Θάλασσα. Ο ναυτικός αυτός δρόμος, συνάμα και εμπορικός, ήταν ένα συχνό και
διαχρονικό μονοπάτι που το πέρασαν διάφορα πολιτισμικά φύλλα μεταφέροντας τα
προϊόντα τους και μέσω αυτών τον πολιτισμό τους. Η Κάσος ήταν ένας από τους
σταθμούς των μετακινήσεων ανθρώπων και αγαθών, σχεδόν από τις αρχές της Εποχής
του Χαλκού γύρω στο 2800 π.Χ., ήταν το τελευταίο σκαλοπάτι πριν τη Κρήτη για τα
μεταναστευτικά φύλλα που πέρασαν από τις ακτές της Μικράς Ασίας στη Ρόδο, την
Κάρπαθο, την Κάσο και τελικά στις ανατολικές ακτές της Κρήτης, απέναντι ακριβώς
από την Κάσο, όπου αναπτύχθηκαν τα ανάκτορα του Παλαίκαστρου και της Ζάκρου.
Η Κάσος έχει συνεχή και αδιάκοπη κατοίκηση τουλάχιστο από
την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, μέχρι σήμερα. Οι θέσεις κατοίκησης σε όλη την
επιφάνεια του νησιού αλλάζουν κατά εποχή. Έτσι η Κάσος σαν νησί του Αιγαίου
ακολουθεί την ιστορική και αρχαιολογική εξέλιξη του αρχιπελάγους. Μικρό νησί με
περιορισμένη γη για καλλιέργειες και λιγοστό νερό (κατά τον 6ο-5ο
π.Χ. αιώνες πολύ πιθανόν να είχε κάποιες τρεχούμενες πηγές) ανέπτυξε τον
τριτογενή τομέα και το εμπόριο.
Αν και τα μεταναστευτικά φύλλα έφεραν μαζί τους νέες
δημιουργικές μεθόδους, νέες ιδέες και νέα τέχνη, όταν αναμείχθηκαν με τους
γηγενείς κατοίκους που περνούσαν το τελικό νεολιθικό στάδιο, ο πολιτισμός της
Πρώιμης Εποχής του Χαλκού πήρε μια νησιώτικη και ναυτική κατεύθυνση που σίγουρα
επηρέασε την εξέληξη των κατοίκων, μαζί με το οικονομικό, το ιδεολογικό και
κοινωνικό τους υπόβαθρο. Διότι η
νοοτροπία των νησιωτών ασφαλώς διαφέρει από αυτή των στεριανών.
Στην Κάσο δεν έχομε ακόμη δείγματα ή ίχνη κατοίκησης πριν
την Εποχή του Χαλκού αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Σαφή όμως
αρχαιολογικά κατάλοιπα από την Πρώιμη Χαλκοκρατία βρίσκουμε σε όλη τη έκταση
του νησιού, από το ανατολικότερο μέχρι το δυτικότερο άκρο του.
Φαίνεται ότι οι σπηλιές χρησιμοποιήθηκαν, σε διάφορες
εποχές, σαν κατοικίες, ιερά ή τάφοι. Έτσι, σε σπηλιές, τόσο στο εσωτερικό τους
όσο και στον εξωτερικό τους χώρο βρέθηκαν κομμάτια αγγείων (όστρακα) καμωμένα
στο χέρι με αποτύπωμα ψάθας στην οποία είχαν τοποθετηθεί όταν ο πηλός ήταν
ακόμα νωπός (περιοχή Αη Μάμα). Βρέθηκαν ακόμη ψήγματα οψιανού που φανερώνουν
τις εμπορικές σχέσεις της Κάσου με τη Μήλο από όπου προερχόταν το πολύτιμο
ηφαιστειακό πέτρωμα που χρησίμευε για την κατασκευή λεπίδων μαχαιριών αιχμών
δοράτων και βελών.
Βλέπουμε ότι η Κάσος ακολουθεί την αργή και μακροχρόνια
εξελίξει του Αιγαιακού Πολιτισμού της Πρώιμης Εποχής ου Χαλκού και να εντάσσεται
σταδιακά στην επιρροή της Κρήτης. Επιρροή που κράτησε μέχρι την Ύστερη Μινωική
Εποχή (περίπου 1400 π.Χ.).
Η Μινωική παρουσία στην Κάσο εντοπίζεται την περιοχή της
Χελάτρου, που βρίσκεται και ο
προστατευμένος φυσικός όρμος και παραλία για το τράβηγμα των πλοίων. Στην
περιοχή αυτή, σχεδόν κάθε βραχοσκεπή ήταν τάφος ατομικός ή οικογενειακός,
αναλόγως του μεγέθους του. Από εδώ έχουμε το λίθινο φωλεόσχημο αγγείο που
εκτίθεται στην Αρχαιολογική Συλλογή Κάσου, αλλά και μια αγνύθα (βαρίδι
αργαλειού) με εγχάρακτο σήμα του κεραμοποιού ή ένδειξη του είδους της κλωστής
που κρατούσε. Πλήθος οστράκων της Μέσο-Μινωικής Εποχής μαρτυρούν μια
ανεπτυγμένη και ακμάζουσα κοινωνία με σταθερό οικονομικό υπόβαθρο και στενές
πολιτιστικές και εμπορικές σχέσεις με τα ανακτορικά κέντρα του Παλαικάστρου και
πιθανόν και της Ζάκρου.
Τη Μινωική επίδραση έρχεται να αντικαταστήσει η
Μυκηναϊκή. Και η Κάσος, που φαίνεται να είχε σημαντική ανάπτυξη την εποχή αυτή,
ακολουθεί τις τύχες των νησιών με Μινωική επιρροή. Έτσι την Ύστερη Εποχή του
Χαλκού (1500-1050 π.Χ.) η Μυκηναϊκή Κάσος τοποθετείται στην περιοχή του Άργους
που βρίσκεται όχι μακριά από τη Χέλατρο, στο κέντρο του νησιού όπου και η
μεγαλύτερη καλλιεργήσιμη γη. Σαν τοπωνύμιο παραπέμπει σε Μυκηναϊκά πρότυπα. Το
οροπέδιο του Άργους είναι προστατευμένο από τους βόρειους ανέμους αλλά και
προστατεύεται εύκολα, μια και μοναδική εύκολη πρόσβαση (μέχρι τη δεκαετία του
1960) ήταν από την πλευρά της Χελάτρου. Μοναδική υπενθύμιση για τους γηγενείς
κατοίκους του νησιού αποτελεί το Έλλερος (ή Έλερος) θέση όχι μακριά από το
Άργος.
Στο Άργος εντοπίστηκε θολωτός υπόγειος τάφος στην περιοχή
του οποίου υπάρχει συστάδα παρόμοιων τάφων σε δεύτερη χρήση, αλλά και θεμέλια
μεγάλου κτιρίου. Από αυτή την εποχή αρχίζει να εμφανίζεται το σημερινό όνομα
του νησιού, όπως αναφέρεται στον Όμηρο στον Κατάλογο των Πλοίων που πήραν μέρος
στον Τρωικό πόλεμο.
Tην Γεωμετρική Εποχή
η κατοίκηση μετατοπίζεται περίπου στη περιοχή όπου σήμερα βρίσκονται τα χωριά.
Το Πόλι φαίνεται ότι επιλέγεται σαν φυσικά οχυρός τόπος, και στους αναβαθμούς
που κτίστηκαν για να συγκρατούν το
έδαφος καλλιέργησαν τα σπαρτά τους. Η γενικότερη περιοχή κατοικείται πλέον
συνεχώς στα μετέπειτα χρόνια και μέχρι σήμερα.
Από τον 6ο π.Χ. αιώνα το νησί ακολουθεί τις
τύχες της Ρόδου, στη σφαίρα επιρροής της οποίας ανήκει. Στη συνέχεια γίνει
μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας και πληρώνει φόρο στο Κοινό Ταμείο που αρχικά
βρισκόταν στη Δήλο. Η καλλιτεχνική, πολιτιστική, οικονομική και εμπορική
επιρροή της Ρόδου (και λιγότερο της Αττικής) αντικατοπτρίζεται στις
ενσφράγιστες λαβές αμφορέων που περιείχαν κρασί, στα νομίσματα και στα
κτερίσματα των τάφων που βρέθηκαν στην περιοχή του Πολιού, στα μελανόμορφα
αγγεία καθώς και στα ευρήματα του σπηλαίου
Ελληνοκαμάρα. Αν και σήμερα δεν υπάρχουν κτίσματα αυτής της χρονικής περιόδου
στο νησί, το πλήθος των μαρμάρινων κιονόκρανων δωρικού τύπου που βρέθηκαν,
υποδηλούν την ύπαρξη τουλάχιστον τριών ναών και αυτό από τις διαφορετικές
διαστάσεις και τον τύπο τους. Την ίδια περίοδο (5ο- 4ο
αιώνα π.Χ.) υπάρχει μια εκτενής χρήση σπηλαίων σα λατρευτικούς χώρους. Τέτοια
έχουμε τουλάχιστο τέσσερα με αντιπροσωπευτικό δείγμα την Ελληνοκαμάρα, το
φυσικό άνοιγμα της οποίας έκτισαν κατά το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα
με κανονικά λαξευμένους ογκόλιθους. Η τεχνοτροπία της κατασκευής παραπέμπει σε
παρόμοιους τοίχους στην Μικρά Ασία και την Τένεδο. Στην κατασκευή αυτή υπάρχουν
στοιχεία που βρίσκουμε σε αμυντικά τείχη και πύργους. Η Ελληνοκαμάρα είναι το
μόνο σπήλαιο στην Ελλάδα με κτισμένη είσοδο με τοιχοδομή του 5ου
π.Χ. αιώνα που διατηρείται μέχρι σήμερα σε άριστη κατάσταση.
Η Ρωμαϊκή επικράτηση και στην Κάσο φαίνεται από διάφορες
σποραδικές επιγραφές αλλά και από τους τάφους που βρέθηκαν στον Εμπορειό και το
χωριό Παναγία, όπως η μαρμάρινη σαρκοφάγος που βρίσκεται στον περίβολο της
εκκλησίας της Παναγίας. Την περίοδο αυτή, δηλαδή τον 1ο π.Χ. με 1ο
μ.Χ. αιώνες, έχουμε ακόμη μια μοναδικότητα στην Κάσο. Ενεπίγραφες επιτύμβιες
στήλες κυκλικού σχήματος, (αρτόσχημες) από ντόπια πέτρα. Δείγματα των στηλών αυτών
εκτίθενται στην Αρχαιολογική Συλλογή Κάσου.
Η Πρώτο-Χριστιανική περίοδος βρίσκει την Κάσο σε σχετική
ευμάρεια, αν κρίνουμε από τις μεγάλες εκκλησίες θεμέλια των οποίων βρίσκουμε
στον Εμπορειό και στο χωριό Αγ. Μαρίνα.
Η αρχαιολογία της Κάσου δείχνει την εξελικτική πορεία των
διαδοχικών πολιτισμών που ακολούθησε το νησί από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού
στον Αιγαιακό χώρο. Δείχνει μια αρχέγονη βάση εθίμων υφασμένων στη σημερινή
πολιτιστική του αναγνώριση που αντανακλώνται στην πλούσια μουσική παράδοση, τους
χορούς τις παραδόσεις και όλες τις εκφάνσεις της ζωής των Κασιωτών. Η Κάσος, με
το Ομηρικό της όνομα, έχει ένα αδιάκοπο, πολυδιάστατο και συνεχή πολιτισμό και
κατοίκηση, που της δίνουν μια μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα στον Αιγαιακό
χώρο.