Του Νικόλα Γεωργίου Μαστροπαύλου |
''Σήμερον έρχεται ο Χριστός, ο επουράνιος Θεός,
εις την πόλη Βηθανία Μάρθα κλαίου και Μαρία,
Λάζαρο τον αδελφό τους, τον γλυκύ και καρδιακό τους.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν,
την ημέρα την τετάρτη κίνησε ο Χριστός για να ’ρθει.
– Αν ερχόσουνα Χριστέ μου, δεν θα πέθαιν’ ο αδελφός μου.
Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει:
– Δεύρο έξω Λάζαρέ μου, φίλε και αγαπητέ μου.
Τότε η Μάρθα κι η Μαρία, τότε όλη η Βηθανία,
τον Θεό δοξολογούσι και τον Λάζαρο ρωτούσι:
– Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες;
– Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους,
δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδίας των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον.''