Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Μια βραδυά στην Κάσο

Το βράδυ της Κυριακής, 8 Αυγούστου, έπεφτε γλυκά πάνω στον όρμο του Εμπορειού - ένα τσιγάρο δρόμο μακριά από το Φρυ, την πρωτεύουσα της Κάσου. Στην μικρή παραλία, οι κολυμβητές απέρχονταν σιγά-σιγά, αν κι υπήρχαν ακόμα μερικοί, που συνέχιζαν με βραδινό μπάνιο.
Στο ανατολικό μέρος του όρμου του Εμπορειού, όπου δεν υπάρχουν και πολλά κτίσματα, δεσπόζει με τον όγκο της και τα μπλε της χρώματα η Παναγία του Εμπορειού, ένας εντυπωσιακός ναός, με βοτσαλωτό δάπεδο στην μεγάλη αυλή και στο εσωτερικό της.

Αυτήν την μεγάλη αυλή παραχώρησε ο Δήμος Κάσου και η επιτροπή της εκκλησίας, για την παρουσίαση του δίγλωσσου φωτογραφικού Λευκώματος «KASSOS TIMELESS», που επιχειρεί μια διαφορετική ανάγνωση του φυσικού, του ανθρώπινου και του οικιστικού τοπίου του ακριτικού νησιού.



Ο φωτογράφος και κειμενογράφος του Λευκώματος κ. Γιάννης Καρνεσιώτης

Η εκδήλωση στον συγκεκριμένο χώρο της εκκλησίας ήταν μια ευκαιρία, άλλωστε, να φωτισθεί λίγο περισσότερο το πρόβλημα του ναού, που χρειάζεται άμεση αποκατάσταση – γι’ αυτό και 5 από τα 25 ευρώ της τιμής του Λευκώματος αποδίδονται στην Επιτροπή της εκκλησίας, ώστε να προβληθεί και να στηριχθεί όσο περισσότερο γίνεται το τεράστιο και επείγον αυτό έργο.
Η μικρή κοινωνία της Κάσου και οι επισκέπτες του Αυγούστου έδωσαν το παρών στην παρουσίαση, που ξεκίνησε με ομιλία της κυρίας Αρετού εκ μέρους του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου και της Επιτροπής της εκκλησίας. Με έκδηλη την συγκίνησή της, η κυρία Αρετού επεσήμανε πως, αντίθετα απ’ ό,τι συνήθως συμβαίνει, είναι τώρα η Παναγία, που ζητάει βοήθεια από τους πιστούς, για να σωθεί ο οίκος της.


Μετά την εισαγωγική ομιλία της κυρίας Αρετού, ακολούθησε η ομιλία της εκδότριας του Λευκώματος, κυρίας Μαρίας Φάνη-Παναγιωτοπούλου η οποία ευχαρίστησε κατ’ αρχάς τον Δήμο Κάσου, με τον Δήμαρχο, κ. Ερωτόκριτο, καθώς και την «ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΖΥΘΟΠΟΙΪΑ Α.Ε.», που υποστήριξαν την έκδοση. Στην συνέχεια, η κυρία Φάνη στάθηκε ιδιαίτερα στους προσωπικούς και ακατάλυτους δεσμούς, που έχει αναπτύξει με την Κάσο τα τελευταία χρόνια και στο πώς μετέφερε τα δικά της συναισθήματα στον φίλο, ερασιτέχνη φωτογράφο Γιάννη Καρνεσιώτη, ο οποίος, ως αμετακίνητος εραστής του Αιγαίου, που είναι, τα ενστερνίσθηκε αμέσως και εύκολα, δημιουργώντας πάνω σ’ αυτή την στέρεα βάση το φωτογραφικό υλικό του και τα κείμενα, που το συνοδεύουν.

Ακολούθησε η παρουσίαση του Λευκώματος από τον ίδιο τον φωτογράφο, Γιάννη Δ. Καρνεσιώτη, που παρουσιάζεται εδώ σε σύνοψη και προσαρμογή για τον γραπτό λόγο:

"Η γέννηση του εγχειρήματος, που αργότερα ονομάσθηκε «KASSOS TIMELESS» και πήρε την μορφή Λευκώματος διαθέσιμου δημοσίως, ξεκίνησε σχεδόν τυχαία, όταν ανυποψίαστος για το τι θα συναντούσα, έφτασα για πρώτη φορά στο νησί το 2008. Επίσης ξεκίνησε, όπως κάθε γέννηση – ή σχεδόν κάθε γέννηση! – με έναν έρωτα. Τον έρωτα, που δένει έτσι κι αλλιώς κάθε ερασιτέχνη με την τέχνη, που έχει διαλέξει, αλλά, στην δική μου ειδικότερα την περίπτωση, και το συναισθηματικό δέσιμο με το ακριτικό και απείραχτο αυτό νησί του Αιγαίου.
Για να λειτουργήσει δημιουργικά ο ερασιτέχνης, χρειάζεται συνήθως αυτό το συναισθηματικό δέσιμο με το θέμα του, ενώ βοηθούν και οι γνώσεις γι’ αυτό, οι παραδόσεις και τα ιστορικά στοιχεία, όπως του χαρίζονται μέσα από αφηγήσεις ντόπιων κι άλλων.


Κάπως έτσι, τελείως απρογραμμάτιστα, άρχισε να συγκροτείται το φωτογραφικό υλικό του «KASSOS TIMELESS», να δομείται και να παίρνει συγκεκριμένη μορφή, μέσα από την εστίαση του φακού όχι σε μονοσήμαντα τουριστικού ενδιαφέροντος θέματα, αλλά μάλλον σε γοητευτικές λεπτομέρειες, στοιχεία και τεκμήρια, με ιστορική φόρτιση και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, που στην Κάσο ακόμα σώζονται και φορτίζουν με τον τρόπο τους την καθημερινότητα των κατοίκων και των περιηγητών.
Αυτή η διατήρησή τους, μ’ όλη την φθορά του χρόνου, αυτή η συνύπαρξη της σύγχρονης ζωής με τα σκόρπια κομμάτια του χθες είναι, άλλωστε, που έδωσε και τον τίτλο του Λευκώματος, αποτυπώνοντας την αντίληψή μου για μια κάσο άχρονη, έξω και πέρα από τον σημερινό χρόνο - μέσα, όμως, στην ιστορική διαδρομή του.


Η Κάσος είναι ένα νησί πολύπαθο, με μεγάλες οικονομικο-κοινωνικές κορυφώσεις αλλά και μεγάλες καταστροφές στο ιστορικό του. Τα τεκμήρια των «ανεβοκατεβασμάτων» αυτών στέκουν εδώ κι εκεί, σκόρπια στο φυσκό τοπίο, που μένει απείραχτο στον χρόνο και τα αγκαλιάζει όλα, ξέροντας πως, αν μη τι άλλο, είναι δικά του γεννήματα κι αυτά, όπως κι οι άνθρωποι, που τάφτιαξαν, οι άνθρωποι, που τάχασαν, που τάδαν να καίγονται, να καταστρέφονται, κι αναγκάσθηκαν να τα εγκαταλείψουν. Παλιά αρχοντικά, στρατηγικά προσανατολισμένα, αλλά και σπίτια μικρά, απλά, με ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικές λύσεις και λαϊκές ή λιγότερο λαϊκές διακοσμήσεις, χρώματα έντονα και χρώματα ξεθωριασμένα, πόρτες θαυμαστά διατηρημένες, παράθυρα ανοιχτά, λειτουργικά κι άλλα, που κρέμονται στο κενό, τοίχοι με θαυμαστή λιθοδομή και στολίσματα. Τέτοια κι άλλα βλέπει παντού ολόγυρά του ο Κασιώτης, από την ώρα που θα γεννηθεί, αλλά κι ο επισκέπτης, ο τουρίστας.


Είναι αλήθεια πως τόσα μισογκρεμισμένα σπίτια όσα έχει η Κάσος, προσωπικά, δεν έχω συναντήσει αλλού. Αλλά και πουθενά αλλού όλα αυτά τα ερείπια δεν αποτελούν τόσο αναπόσπαστο στοιχείο του τόπου...

Η Ελλάδα, όπως όλες οι αρχαίες χώρες κι οι αρχαίοι πολιτισμοί, είναι, βέβαια, έτσι κι αλλιώς μια χώρα με πολλά ερείπια και τα ερείπια μπορούν να διαβασθούν με πολλούς τρόπους. Κάποιοι τα βλέπουν ως φθορά, θάνατο, ασχήμια, άλλοι τα βλέπουν ως ιστορία, μικρή ή μεγαλύτερη, στοιχεία προς διερεύνηση, ευκαιρία για συμπεράσματα επιστημονικά. Εγώ επιλέγω να τα βλέπω πρωτίστως ως γοητευτική ζώσα ιστορία – ιστορία εν τω γιγνεσθαι: ζωή καθημερινή σε χρόνο παρελθόντα, ομορφιά, που λίγο πολύ άντεξε, όχι τυχαία, μέχρι τον δικό μας παρόντα χρόνο, δίδαγμα, που μπορεί να μας οδηγήσει σταθερά στον μέλλοντα χρόνο... αν θέλουμε!..


Μ’ αυτό το κίνητρο και αυτήν την συναισθηματική στάση, ο φακός της μηχανής μου αποτυπώνει σύρτες, κλειδαριές, πόρτες, πατζούρια, ρημαγμένους τοίχους, καμπάνες παλιές και ξωκλήσια στο αγαπημένο φόντο του Αιγαίου, με το μπλε της θάλασσας, τον αψεγάδιαστο ουρανό, το οικείο φαιό των βράχων, το καφέ του άνυδρου τοπίου.

Μ’ αυτή την διάθεση, ο φακός μου διασώζει και, νομίζω, τεκμηριώνει όχι μόνο την Κάσο καθ’ εαυτήν και το ιστορικό της παρελθόν, τα απομεινάρια από το ολοκαύτωμα του 1824 ή την μουσική της παράδοση και τους ανθρώπους, αλλά ιστορεί και την Ελληνικότητά τους, τα παραδίδει όλα στον θεατή ως ακέραιο κομμάτι του Αιγαίου Αρχιπελάγους και της Ελλάδας, μέσα από τις ομοιότητες και τις αναλογίες, μέσα από στοιχεία κοινά της ζωής και της μοίρας του γένους μας όλου.

Από μιαν άποψη, η επιλογή να μη δημιουργηθεί ένας φωτογραφικός τουριστικός οδηγός, που να προσελκύει τον τυχαίο τουρίστα στην Κάσο για μπάνια στα υπέροχα, πράγματι κρυστάλινα, γαλαζοπράσινα νερά, στοχεύει περισσότερο στο να προκαλέσει το ενδιαφέρον για το νησί συνολικά, για την ιστορία, τις παραδόσεις και τους ανθρώπους του, τον πλούσιο στην απλότητά του σημερινό τρόπο ζωής, την συνύπαρξη του παλιού με το καινούριο, εκεί όπου ένα σύγχρονο σπίτι ακουμπάει σ’ ένα μισογκρεμισμένο, εκεί όπου ένα τυρί γεννιέται ακόμη όπως και πριν από αιώνες, με σκληρή χειρωνακτική δουλειά και την φωτιά να καίει το καζάνι στο λιοπύρι, εκεί όπου μια πόρτα επιμένει ακόμα να σφαλίζει με έναν σύρτη μισοσκουριασμένο, απ’ αυτούς, που δεν φτιάχνονται πια κι ίσως ποτέ να μη ξαναφτιαχτούν...

Από μιαν άποψη, το Λεύκωμα απευθύνεται στους νέους της Κάσου και στους νέους του Αιγαίου – τους ίδιους, που με σπίθα στο βλέμμα παίζουν λύρα, τουμπάκι, σαμπούνα ή λαγούτο και χορεύουν τους χορούς της πατρίδας τους – και τους παροτρύνει να προσπαθήσουν να διατηρήσουν όσα μπορούν από την παράδοση, να εντάξουν στην σύγχρονη καθημερινότητά τους τρόπους άξιους κι αποτελεσματικούς από το χθες, τρόπους ζωής, τρόπους γλεντιού, τρόπους δουλειάς, τρόπους χτισίματος των σπιτιών, να κρατηθούν όσο γίνεται μακριά από τα κυριολεκτικώς και μεταφορικώς λάμποντα υλικά, το αλουμίνιο, το πλεξιγκλάς, το πλαστικό, να σταθούν στα χοντρά τοιχώματα, στον ασβέστη, στα μικρά κουφώματα, στα σπίτια, που χτίζονται σε διαστάσεις και αρμονία με το φυσικό τοπίο και την κλίμακά του, σε συμφωνία με τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες κι όχι με την αλαζονεία ή την επιδεικτικότητα, που βαραίνουν αχρείαστα άλλα νησιά του Αρχιπελάγους.


Η προσωπική μου γνώμη είναι πως η επιμονή σε τέτοιες κι άλλες διαχρονικές αξίες αποτελεί ουσία ζωής αλλά και ελκυστική τουριστική ταυτότητα, πως εκεί κρύβεται ένα από τα κλειδιά της μελλοντικής οικονομικής ανάπτυξης της Κάσου – αλλά κι άλλων τόπων όπως η Κάσος."



Μετά τον δημιουργό του Λευκώματος, ήρθε η σειρά του Αρχιτέκτονα και Καθηγητή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, κ. Αλκιβιάδη Πρέπη. Ο κ. Πρέπης, εμπειρογνώμονας της UNESCO για αποκαταστάσεις μνημείων, με τις γνώσεις και την εμπειρία του στο αντικείμενο αυτό, αλλά, ειδικότερα, και σε άλλους ακόμη ναούς της Κάσου, όπως ο Άγιος Μάμας, έχει αναλάβει την αποτύπωση της παρούσας κατάστασης και την μελέτη των αναγκαίων εργασιών, για να σωθεί από την κατάρρευση η Παναγία του Εμπορειού. Όπως προέκυψε από την εμπεριστατωμένη ομιλία του, ο ναός της Παναγίας του Εμπορειού είναι ο μεγαλύτερος της Δωδεκανήσου και χρήζει άμεσης αποκατάστασης, λόγω της μεγάλης αρχιτεκτονικής του σημασίας, αλλά και λόγω της ιστορικότητάς του και των δεσμών με την κοινωνία της Κάσου. Παρά την σοφία και την τέχνη των λαϊκών τεχνιτών, τα υλικά, που χρησιμοποίησαν, τους πρόδωσαν στον χρόνο, ενώ δεν βοήθησε και η θέση του ναού, που τον χωρίζει από την θάλασσα μόλις ένας στενός δημόσος δρόμος. Το νερό κι η αλμύρα έχουν προκαλέσει φθορές και προβλήματα δυσεπίλυτα, για τα οποία πρέπει επειγόντως να εξασφαλισθεί χρηματοδότηση, ώστε να αντιμετωπισθούν με ριζική, χρονοβόρα και δαπανηρή παρέμβαση.


Η παρουσίαση έκλεισε με την ευχή όλων να εξασφαλισθεί εγκαίρως η χρηματοδότηση αυτή, ώστε να υλοιποιηθεί η μελέτη του Καθηγητή και να διεκπεραιωθεί η αποκατάσταση του ναού.